Χαρακτηριστική αμερικάνικη γυμνή μοτοσικλέτα με χαμηλωμένο σκελετό, μακρυά πιρούνια και μαϊμουδιάρικο τιμόνι (ape hanger). Στα αγγλικά chopper το οποίο προέρχεται από το αγγλικό chop που σημαίνει κόβω.

Για την ιστορία, μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο υπήρχαν στην Αμερική πολλές, στρατιωτικού τύπου, βαριές μηχανές τις οποίες ξεκινώντας από την δεκαετία του 60΄ άρχισαν να μοντάρουν, κόβοντας όλα τα περιττά μέρη, ώστε να τις κάνουν πιο ελαφριές και γρήγορες. Αυτές οι μηχανές ονομάζονταν Bobbers. Στη συνέχεια άρχιζαν να πειραματίζονται περισσότερο κόβοντας και ξανά-κολλώντας τους σκελετούς σε διάφορες θέσεις, κόβοντας τα φτερά, προσθέτοντας μακρυά πιρούνια και περίτεχνα τιμόνια, γουρούνια πίσω λάστιχα, σέλες και "sissy bars" για να αράζει ο τσοπεράς και η σκύλα του. Έτσι γεννήθηκαν οι μηχανές τσόπερ και μέχρι το 70΄ πολλοί πρώην Αμερικανοί στρατιώτες και άλλοι επέκτειναν την σημασία της λέξης σε έναν χίππικο αλλά και σκληροτράχηλο τρόπο ζωής δημιουργώντας συμμορίες μηχανόβιων. Τις δεκαετίες του 80΄ και του 90΄ τα τσοπέρια ήταν πλέον στύλ και τότε η φάση ξεμπουρδελεύτηκε και εντάχθηκε κανονικά στο καπιταλιστικό μοντελό με φουλ αερογραφίες, νίκελα, πίσω λάστιχα πιο φαρδιά κι από το κώλο της μάνας σου και λοιπές μαϊμουδιές. Παρ΄ όλα αυτά υπάρχει ακόμα αρκετό μεράκι και τσοπεράδες που το ζούνε και δουλεύουν τις μηχανές τους.

-Βγήκες πουθενά χτές;
-Πήγα alligator για μια μπύρα, είχε σκάσει ένα τσοπέρι bonnie αρουραίικο, μούνα ρε.

Easy Rider 1969

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράφει κινητήρες πετρελαίου που κροταλίζουν περισσότερο από το κανονικό. Ενδεικτικό είτε αρρύθμιστου κινητήρα, είτε σοβαρότερης βλάβης.

Έχει να κάνει με τον τενεκεδένιο ήχο που κάνει το καπάκι στις φθηνές παλαιές κατσαρόλες, όταν αυτό χτυπάει επάνω της όταν βράζει το νερό / φαγητό.


Ο ίδιος όρος επίσης χρησιμοποιείται και για τα «απρόσωπα» αυτοκίνητα, δηλαδή εκείνα που έχουν φτιαχτεί κυρίως για να εξυπηρετούν απλώς τις ανάγκες μεταφοράς από ένα σημείο στο άλλο και όχι για, ή και για οδηγική απόλαυση.

Έχει να κάνει με το ότι μία κατσαρόλα είναι ένα απλό χρηστικό αντικείμενο που υπάρχει απλά και μόνον για να κάνει την δουλειά του και όχι για να προσφέρει διασκέδαση, απόλαυση ή χαρά (το φαγητό που μαγειρεύεται μέσα στην κατσαρόλα είναι άλλη ιστορία βέβαια...).

  1. Σαν κατσαρόλα ακούγεται το μοτέρ σου...

  2. Αυτό το αυτοκίνητο δεν έχει «ψυχή», σκέτη κατσαρόλα είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεμπέλης λέγεται ο άξονας των φορτηγών, ο οποίος κατ' επιλογή μπορεί να σηκωθεί όταν δε μεταφέρεται φορτίο, ή να κατέβει όταν μεταφέρεται φορτίο.

Όταν φορτωθεί το φορτηγό, θα κατεβάσει τον τεμπέλη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified