SLANG.gr
  • Ελληνικά
  • Sign up or log in
  • Lemmas
  • Definitions
  • Comments
  • Tags
  • Members
  • Forum
  • New definition

Tagged definitions (1)
Showing 1-1 from 1

Selected tags

  • αιδοίο
  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: Σχήμα λόγου - λογοπαίγνιο
  • πλήθος
  • πρόστυχο

Further tags

  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: λεξιπλασία
  • ΦΟΡΤΙΣΗ: σεξιστικό
  • χαρακτηρισμός κατάστασης
  • Many comments none
  • A Z
  • Newer Older
  • Recently commented Earlier

θεομουνία

Γνωστή και σαν μουνοθύελλα.

- Είχε καθόλου γκομενίτσες στο «La hoja»;
- Μόνο είχε; Σκέτη θεομουνία ήτανε. Όλα τα ποτά πάνω μου τα έχυσα για να κοιτάω.

NOTE FROM THE MODERATORS TEAM

Λέξεις για το συνωστισμό αντρών: αρχιδάλωνο, αρχιδαριό, αρχιδόκαμπος, καψιμί, λοσταρία, πουτσοπανήγυρος, πουτσοσπορά, πουτσοχώραφο, σβερκαρία, τίγκα στο αρχίδι, τσατσάρα, ψωλαρία, ψωλοχώρι.

Λέξεις για το συνωστισμό γυναικών: Αιδοίον πέλαγος, ακατάσχετη μουνορραγία, θεομουνία, μουνόβραση, μουνοθύελλα, μουνοκαλύβα, μουνόλακκος, μουνοπλαγιά, μουνοπλημμύρα, μουνώνας, μπαζοκαταιγίδα, μπουλογιόλι, του μουνιού το πανηγύρι, moon storm.

Got a better definition? Add it!

  • αιδοίο
  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: λεξιπλασία
  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: Σχήμα λόγου - λογοπαίγνιο
  • πρόστυχο
  • ΦΟΡΤΙΣΗ: σεξιστικό
  • χαρακτηρισμός κατάστασης
  • πλήθος

Published 2006-10-20 18:50:36+00:00
Last modified 2015-05-09 16:50:21+00:00

anemelos

anemelos

  • 27
  • 0
  • Terms & Conditions
  • Privacy Policy
  • Contact

© SLANG.gr 2006-2015

Sign up or log in

Login

I forgot my password!

New member registration

Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.