SLANG.gr
  • Ελληνικά
  • Sign up or log in
  • Lemmas
  • Definitions
  • Comments
  • Tags
  • Members
  • Forum
  • New definition

Tagged definitions (1)
Showing 1-1 from 1

Selected tags

  • αιδοίο
  • νεολογισμός
  • πλήθος
  • πρόστυχο

Further tags

  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: λεξιπλασία
  • χαρακτηρισμός κατάστασης
  • χαρακτηρισμός τόπου
  • Many comments none
  • A Z
  • Newer Older
  • Recently commented Earlier

μουνοκαλύβα

Το μέρος που είναι γεμάτο γυναίκες.

- Παίδες ψήνεστε για συναυλία Τζάστιν Μπίμπερ;
- Ναιιι, μουνοκαλύβα που θά' ναι!

(από Vrastaman, 28/08/10)

NOTE FROM THE MODERATORS TEAM

Λέξεις για το συνωστισμό αντρών: αρχιδάλωνο, αρχιδαριό, αρχιδόκαμπος, καψιμί, λοσταρία, πουτσοπανήγυρος, πουτσοσπορά, πουτσοχώραφο, σβερκαρία, τίγκα στο αρχίδι, τσατσάρα, ψωλαρία, ψωλοχώρι.

Λέξεις για το συνωστισμό γυναικών: Αιδοίον πέλαγος, ακατάσχετη μουνορραγία, θεομουνία, μουνόβραση, μουνοθύελλα, μουνοκαλύβα, μουνόλακκος, μουνοπλαγιά, μουνοπλημμύρα, μουνώνας, μπαζοκαταιγίδα, μπουλογιόλι, του μουνιού το πανηγύρι, moon storm.

Got a better definition? Add it!

  • αιδοίο
  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: λεξιπλασία
  • νεολογισμός
  • πλήθος
  • πρόστυχο
  • χαρακτηρισμός κατάστασης
  • χαρακτηρισμός τόπου

Published 2010-08-27 20:54:37+00:00
Last modified 2015-04-26 18:51:12+00:00

Kats

Kats

  • 7
  • 3
  • Terms & Conditions
  • Privacy Policy
  • Contact

© SLANG.gr 2006-2015

Sign up or log in

Login

I forgot my password!

New member registration

Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.