Μεταφορική έκφραση που αναφέρεται στην ταλαντευόμενη κίνηση του πινέλου, υπονοώντας όμως σεξουαλική πράξη: η γυναίκα στήνεται δημιουργώντας ορθή γωνία και ο άνδρας χρησιμοποιεί το χέρι του σαν πινέλο, αγγίζοντας και τρίβοντας με τα δάχτυλά του τα χείλη του αιδοίου.

Περάσαμε ωραία με την Κωνσταντίνα χθες, όταν μάλιστα στήθηκε στο παράθυρο και τής έκανα πινελάκι πρέπει να κωλογούσταρε, αφού βόγκαγε διαρκώς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified