Ειδική αντρική κόμμωση που αποσκοπεί σε απόκρυψη του καραφλάζ με το μαλλί που έχει απομείνει. Συνήθως αφήνεται «ουρά» μεγάλου μήκους, η οποία, με κατάλληλη τεχνική περιβάλλει εν είδει σαρικίου το μέρος που πάσχει από αλωπεκία (καράφλα).
- Ω, ρε σαρίκι ο Νίκος! 
- Φύσηξε και του' φυγε το σαρίκι, δυο μέτρα αλογοουρά. 
- Με γεια το σαρίκι! 

