Η βουτιά, ιδίως από ψηλά, που πετάει άπειρο νερό. Είθισται να τρώγεται, εναλλακτικά συντάσσεται με επιφώνημα και την λέξη πασπαρτού, μαλάκα.
Κατά κύριο λόγο δεν λέγεται όταν η βουτιά αποσκοπούσε στο να πετάξει άπειρο νερό (με τα γόνατα μαζεμένα στο στήθος, η λεγόμενη μπόμπα ή μπομπίδι), αλλά όταν έγινε από άτσαλο πέσιμο, οπότε πονάει. Πολύ.
Πάσα: ο τύπος που έφαγε σκασίδι τερματ'στός στον αηνγκίτα σήμερα.
- Γιατί είσαι λες και σε γαμήσανε οι μάνογουωρ ρε μαλάκα; Ποιος σε πείραξε μάνα μου να πα να τονε δείρω;
- Έφαγα ένα σκασίδι προχτες μαλάκα, ακόμα πονάω...- πλάαααααααφ!!
- Ω μαλάκα σκασίδι...