Αποστρέφομαι κάτι πάρα πολύ, με αηδιάζει, το απεχθάνομαι, ώστε μεταφορικώς όταν έρχομαι σε επαφή μαζί του βγάζω φλύκταινες, δηλαδή φουσκάλες, φυσαλίδες στο δέρμα από την αντίδραση. Συνώνυμο: βγάζω σπιθουράκια.

  1. Επί έξι μήνες, σχεδόν κάθε βράδυ, άκουγα επί ώρες την ίδια κασέτα με τραγούδια του Παύλου Σιδηρόπουλου. Κι ενώ ξέρω ότι πολλοί τον λατρεύουν τον συχωρεμένο, εμένα η φωνή και τα τραγούδια του μ’ έκαναν ανέκαθεν να βγάζω φλύκταινες, καντήλες και λέπια. Έκτοτε, όποτε ακούω το γλυκερό ‘Να μ' αγαπάς’, και το στίχο ‘βρωμάει η ανάσα απ’ τα τσιγάρα’, η πρώτη μου αντίδραση είναι να ουρλιάξω: «Ε πλύνε επιτέλους τα δόντια σου και σκάσε!» Τη μαρτυρική ακρόαση συνόδευαν γύρω στις πενήντα παρτίδες τάβλι. Κι ενώ, σύμφωνοι, ως Σαλονικιός, το πρώτο πράγμα που έμαθα μετά την προπαίδεια και την παρασκευή φραπέ ήταν πώς να παίζω τάβλι, κι ενίοτε μου αρέσει κιόλας, το να ξεροσταλιάζεις με τις ώρες παίζοντας πλακωτό ενώ ο νους σου είναι στο πισωκολλητό είναι βασανιστήριο εφάμιλλο αυτών του Γκουαντάναμο. Τέλος, σαν να μην έφτανε η ψυχική οδύνη, κάθε μα κάθε βράδυ τρώγαμε την ίδια πίτσα γνωστής αλυσίδας, της οποίας η κρεατόμαζα έχει την ίδια σχέση με κρέας όπως Ρωσίδα βίζιτα απ’ το Πουτσοσκαμπίλσκ με τους Ρομανώφ. (Ο συγγραφέας Αύγουστος Κορτώ εκθέτει την έκθεσή του σε ναμαγαπάδικα ως μία από τις θυσίες στον βωμό του έρωτα).
  2. Εσείς που βγάζετε φλύκταινες όταν ακούτε "δημόσια τηλεόραση" μαζευτείτε για έναν έρανο ρε παιδιά... (Εδώ).
  3. Απλώς πίστευα στις ιδέες του, αλλά έκανα λάθος, τώρα δε θέλω ούτε να ακούω το όνομα ΠΑΣΟΚ γιατί στο άκουσμά του βγάζω φλύκταινες. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified