Further tags

Ή αχαμνοξύστης. Ότι προτιμάτε :)

Ξύνω χαμηλά (κοινώς στα άχαμνα). Είμαι δηλαδή ξυσαρχίδας. Φυσικά, δεν χρειάζεται να είμαι ΔΥ για να τα ξύνω.

Είναι η πιο ευγενική εκδοχή, καθώς δεν περιλαμβάνει το "πρόθεμα" αρχιδ-

Οι φοροχωροφύλακες χρειάζονται ζεστό αίμα (ευρώ) για να πληρώσουν τα δανεικά στα αφεντικά τους, τα χιλιάδες ρουσφέτια, τους δεκάδες χιλιάδες αχαμνοξύστες και τις προεκλογικές σπατάλες της κάθε κυβέρνησης, αλλά μένουν με τα ντουβάρια στο χέρι (βλ. κτήρια Γαβαλά σε Κολωνάκι και Κορωπί (*))

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποστρέφομαι κάτι πάρα πολύ, με αηδιάζει, το απεχθάνομαι, ώστε μεταφορικώς όταν έρχομαι σε επαφή μαζί του βγάζω φλύκταινες, δηλαδή φουσκάλες, φυσαλίδες στο δέρμα από την αντίδραση. Συνώνυμο: βγάζω σπιθουράκια.

  1. Επί έξι μήνες, σχεδόν κάθε βράδυ, άκουγα επί ώρες την ίδια κασέτα με τραγούδια του Παύλου Σιδηρόπουλου. Κι ενώ ξέρω ότι πολλοί τον λατρεύουν τον συχωρεμένο, εμένα η φωνή και τα τραγούδια του μ’ έκαναν ανέκαθεν να βγάζω φλύκταινες, καντήλες και λέπια. Έκτοτε, όποτε ακούω το γλυκερό ‘Να μ' αγαπάς’, και το στίχο ‘βρωμάει η ανάσα απ’ τα τσιγάρα’, η πρώτη μου αντίδραση είναι να ουρλιάξω: «Ε πλύνε επιτέλους τα δόντια σου και σκάσε!» Τη μαρτυρική ακρόαση συνόδευαν γύρω στις πενήντα παρτίδες τάβλι. Κι ενώ, σύμφωνοι, ως Σαλονικιός, το πρώτο πράγμα που έμαθα μετά την προπαίδεια και την παρασκευή φραπέ ήταν πώς να παίζω τάβλι, κι ενίοτε μου αρέσει κιόλας, το να ξεροσταλιάζεις με τις ώρες παίζοντας πλακωτό ενώ ο νους σου είναι στο πισωκολλητό είναι βασανιστήριο εφάμιλλο αυτών του Γκουαντάναμο. Τέλος, σαν να μην έφτανε η ψυχική οδύνη, κάθε μα κάθε βράδυ τρώγαμε την ίδια πίτσα γνωστής αλυσίδας, της οποίας η κρεατόμαζα έχει την ίδια σχέση με κρέας όπως Ρωσίδα βίζιτα απ’ το Πουτσοσκαμπίλσκ με τους Ρομανώφ. (Ο συγγραφέας Αύγουστος Κορτώ εκθέτει την έκθεσή του σε ναμαγαπάδικα ως μία από τις θυσίες στον βωμό του έρωτα).
  2. Εσείς που βγάζετε φλύκταινες όταν ακούτε "δημόσια τηλεόραση" μαζευτείτε για έναν έρανο ρε παιδιά... (Εδώ).
  3. Απλώς πίστευα στις ιδέες του, αλλά έκανα λάθος, τώρα δε θέλω ούτε να ακούω το όνομα ΠΑΣΟΚ γιατί στο άκουσμά του βγάζω φλύκταινες. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετά την εμπειρία μιας σχεδόν 5ετίας μανιασμένου ψόφα, ψόφα, ψόφα, ξεκινάει νομίζω/ελπίζω η αργή πορεία της συνειδητοποίησης του πόσο έφθειρε τη ζωή μας αυτός ο θυμός για οτιδήποτε μας θύμιζε τον «παράδεισο» που ζούσαμε και χάσαμε, χωρίς τουλάχιστον να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα, ώστε να ηδονοτριφτούμε μετά μανίας και χαιρεκακίας. Ήδη και μόνο η αναφορά σε *κίνημα «ψόφα» *δείχνει(;) μια τάση αυτογνωσίας.

● Οι αντιδράσεις των μαχητών του πληκτρολογίου ενδεικτικές μιας κοινωνίας που καταρρέει.

● Οι συνδικαλιστές που την προπηλάκισαν της «εύχονταν να ψοφήσει από καρκίνο».

1.Το κίνημα του “ψόφα!”, όλοι εκείνοι που από το 2011 εξαπολύουν από τα social media απίστευτης σφοδρότητας και ανατριχιαστικής χυδαιότητας επιθέσεις σε όποιον εκφράζει άποψη διαφορετική από το δικό τους αυριανισμό, θρηνεί με κροκοδείλια δάκρυα τον Βαγγέλη Γιακουμάκη. Και καταδικάζει το μπούλινγκ. Ουαί υμίν υποκριταί!

  1. Άντε τώρα να συμμετέχεις στο hashtag 'φασισμός είναι' κ να καταδικάσεις το κίνημα του ψόφα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείτε όταν κάποιος αλλάζει άρδην τις απόψεις του για ορισμένο θέμα, ή μετακινείται σε κάτι (εργασία, πόλη, αθλητικό σύλλογο, πολιτικό κόμμα) που παλιότερα κατέκρινε έντονα.

Τον έβριζε, και μόλις του πρόσφερε δουλειά, έτρεξε πρώτος.Τρώει εκεί που έφτυνε.

Την μια έκανε εμπρηστικές δηλώσεις, αλλά όταν τον ζήτησαν για μεταγραφή, αμέσως δέχθηκε. Εκεί που κάποτε έφτυνε τρώει.

Ο Χάρυ Κλυν το 1983,τώρα υπερασπίζετε αυτούς που κατηγορούσε (από freak_bros666_SA, 09/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή η έκφραση χρησιμοποιείται για να περιγράψει το μαρτύριο που τραβάμε όλοι μας σχεδόν κάθε Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά και Πάσχα. Η κατάσταση που είσαι όταν έχεις φάει τα πάντα, θέλεις να χωνέψεις, έχεις στουμπώσει για τα καλά και πας στην τουαλέτα νομίζοντας ότι θα ξαλαφρώσεις και τελικά βγάζεις ένα μικροσκοπικό κουραδάκι, περιγράφεται ως μαρτύριο της κουράδας..

- Ωχχχχ Παναγία μου! Τι την ήθελα τόση γαλοπούλα! Πάω στην τουαλέτα!
- Τι έγινε ρε αδερφέ; Έβγαλες τίποτα;
- Μπα... Πήγα, κάθισα και εκεί που νόμιζα ότι θα αδειάσω εντελώς έβγαλα ένα κατσικοκούραδο..
- Πω ρε φίλε ...Το μαρτύριο της κουράδας ε;
- Ναι άστα να πάνε....

(από Ladysapia, 26/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλοπέρασε όλη τη ζωή του, χωρίς να νοιάζεται για το αύριο αλλά πέθανε, λόγω ακριβώς της ζωής αυτής, στην ψάθα, πικραμένος και μόνος μην αφήνοντας περιουσία ή χρήματα πίσω του.

-Τι έγινε ρε συ αυτός ο αρχοντάθρωπος ο καπτάν-Νικόλας; Τονε βρήκανε τέζα μες στα ποντίκια;
-Άστα ρε Δημήτρη. Καλή ζωή, σκατά διαθήκη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μεγάλο θάρρος. Συνήθως σε υπερβολικό βαθμό, από απερίσκεπτο έως θρασύ.

Το τρίπτυχο αυτό έχει την έννοια της τιτανοτεράστιας μαγκιάς που δεν το έχει σε τίποτα να κλάσει θεωρώντας την κλανιά μια απλή απελευθέρωση αερίων.

Πηγή: ο παππούς Dr. Steve Brule.

- Πώς πήγε το διάβασμα στη Βιολογία Ι;
- Από τις 400 σελίδες διάβασα κάπου 40. Ε, του πούστη... από τις άλλες 360 θα βάλουν τα πάντα;
- Κατάλαβα, μαγκιά, κλανιά κι εξάτμιση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η κατάπτωση, ο εκφυλισμός, ο εξευτελισμός, η κατρακύλα σε οποιονδήποτε τομέα του επιστητού.
    1. Σύνολο ανθρώπων ή καταστάσεων που θεωρείται ότι είναι κατώτεροι ηθικά/ κοινωνικά/ διανοητικά κλπ και ότι έχουν επιβλαβή επίδραση στους άλλους.
    2. Απανωτές ατυχείς καταστάσεις.
    3. Ως (βρώσιμη) απάντηση-πρόταση σε ενοχλητικές προσεγγίσεις.
  1. Εσένα το τρίπτυχό σου είναι Στικούδη, Παντελίδης, Πάολα και το λες μουσική εγώ πάλι αναρωτιέμαι, μέχρι πού θα φτάσει ο κουβάς με τα σκατά;
  2. Πώς έχει μπλέξει έτσι μ' αυτούς τους μαλάκες.. Δεν το βλέπει ότι έχει πέσει στον κουβά με τα σκατά;
  3. Ασε ρε συ, όλα στραβά μου πάνε τελευταία. Όλο μαλακίες. Έχω πέσει στον κουβά με τα σκατά.
  4. Ρε παπάρι, φάε έναν κουβά σκατά να ισιώσεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τον πατέρα μου, ήξερα τον όρο «χεσαμόλη, η» που, κυριολεκτικά, σήμαινε ένα αχταρμά από διάφορες ποικιλίες και ποιότητες σκατών, με διάφορες χρήσεις. Από το «χέσαμ(ε) όλοι».

Παρόμοια και «η χυσαμόλη», αλλά τότε η οικιακή σλανγκ ήταν πιο πολύ κοπρική παρά σεξουαλική.

Περιγραφή συνταγής
- Βάλαμε κόλιανδρο, μαιντανό, πιπέρι καγιέν, μπαχάρι, ...
- Βάλε και χεσαμόλη από πάνω.

Στη γυναίκα ή στον ταβερνιάρη
- Φέρε και λίγη χεσαμόλη να πιώ τό ούζο μου. (ενν. ταραμοσαλάτα ή άλλη αλοιφή)

- Πονάνε τα κόκκαλά μου
- Τρίψου με χεσαμόλη να σου περάσουν...

κλπ κλπ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ερώτηση που γίνεται από άτομο το οποίο μόλις έκλασε και θέλει να παρακινήσει τους συνευρισκόμενους να μυρίσουν την ευωδιά. Γκαραντί πιάνει.

-πρρτσςςςςςς... Ωπ! Ποπ-κορν μου μυρίζει;
βαθιά αναπνοή... -Έλα ρε σιχαμένε...

(προσέξτε, έδωσα έμφαση στο Σ για να φανεί πως είναι τζούφια)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified