Το αποσμητικό roll-on.
Πω ρε φίλε, ξέχασα να πάρω μασχαλοζούμι μαζί μου... Θα λακίσουν οι γκόμενες στη Μύκονο από τη βρώμα...
Το αποσμητικό roll-on.
Πω ρε φίλε, ξέχασα να πάρω μασχαλοζούμι μαζί μου... Θα λακίσουν οι γκόμενες στη Μύκονο από τη βρώμα...
βλ. και το διαφορετικό μασχαλόζουμο
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η μπίχλα, το πουρί, η άσπρη πηχτή ύλη που μαζεύεται κάτω και γύρω από την κεφαλή του ανδρικού μορίου.
Ξεπετάγεται μόλις κατεβάσεις το πετσάκι.
Η σιχαμερή οσμή και η άθλια όψη παραπέμπουν στα αγαπημένα σνακ της παιδικής ηλικίας μας έπειτα από μάσημα λίγων δευτερολέπτων.
- Πωπω ρε κολλητέ, δυο μέρες έχω να κάνω μπάνιο και το καυλί μου έπιασε μασημένα πακοτίνια.
- Άσ' τα ρε, μέχρι τα Χριστούγεννα που θα πλυθείς, αλλιώς κάν' τα δωρεά στην Chipita.
βλ. και τυρί
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός χρησιμοποιημένης κάλτσας (4ο Στάδιο), κατά το οποίο ενδέχεται να τραπεί σε φυγή (προς αποφυγήν επαναχρησιμοποίησής της) δια της πτητικής οδού. Πληθυντικός «οι μπεκάλτσες» ή ένα «μπεκάλτσικο σμήνος». Ιδιαίτερα επικίνδυνο κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.
1ο Στάδιο - Σκοτώνει κουνούπια από απόσταση
2ο Στάδιο - Την πετάς και κολλάει στο ταβάνι
3ο Στάδιο - Την πετάς στο ταβάνι και σπάει
4ο Στάδιο - Πετάει μόνη της (μπεκάλτσα)
- Πώπω, ρε συ Μήτσο, τι μπόχα είναι αυτή! Η κάλτσα σου βρωμάει..,
- Ναι ρε άσε, και να φανταστείς μόνη της έμεινε από χθες. Η άλλη έγινε μπεκάλτσα και την κοπάνησε.
Got a better definition? Add it!
Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες κακαράντζας:
Α. Ζωικής προέλευσης
Πρόκειται για τα σφαιρικά χέσματα κατσικιδίων ή λαγών που πολλοί αγαθιάρηδες βορειοευρωπαίοι παραθεριστές συχνά γεύονται, θεωρώντας ότι πρόκειται για κάποιο καρπό της Ελληνικής γης.
Β. Ανθρώπινης προέλευσης
Πρόκειται για κεφτεδάκι μύξας που πλάθει ο κακαδέμπορας με τον δείκτη και τον αντίχειρά του. Στα πρώιμα στάδια μυξαρίσματος, η κακαράντζα είναι πρασινωπή, κολλώδης και φέρει χαρακτηριστική εσάνς μπίχλας. Μετά από αρκετή επεξεργασία, παγιώνεται και αποκτά την φαιοπράσινη πολυμερή υφή ενός μικρoύ μετεωρίτη. Μερικοί τις τρώνε.
Πολλοί τολμηροί ανασκαφείς δεν αρκούνται στην μυτόγκα τους. Αξιοποιούν υλικά από άλλα απόκρυφα σημεία του σώματος, παράγοντας τετηγμένα σφαιρίδια τύρου, περιοδικού σπληναντέρου, καρκαμάντζας, ταρζανιδίου, κ.α. Οι πραγματικοί connoisseurs ανατρέχουν στην αφαλοκρηπίδα για τον περιζήτητο για τις πλούσιες ουρδικές του ουσίες ομφάλιο βρώμο.
Πιθανώς εκ του κάκαδο < καίω.
- Κάτω υπήρχαν αρκετές φρέσκες κακαράτζες, απόδειξη ότι εδώ την νύκτα βοσκά κάποιος λαγός.
(από εδώ)
- Πολλές φορές το γάλα, το γιαούρτι και το τυρί μυρίζει άσχημα και τούτο οφείλεται και στην κακαράντζα ή κακαρέντζα, που είναι το αποπάτημα των γιδιών και προβάτων. Οι βοσκοί αρμέγουν τα γιδοπρόβατά τους δυο - τρεις φορές το εικοσιτετράωρο και μια από αυτές πέφτει το πολύ πρωί, πριν φέξει. Έτσι, πάνω στον κουβά που αρμέγουν, πολλές φορές αποπατούν τα ζωντανά τους.
(από εδώ)
- Οι καλά επεξεργασμένες κακαράντζες εκσφενδονίζονται σε ανυποψίαστο στόχο με χαρακτηριστικό τίναγμα των δακτύλων. Μερικές βρωμαντικές ψυχές προτιμούν να τις φυλάνε στην πολύ προσωπική τους συλλογή εκπλήξεων και μεζέδων. 'Αλλοι τις τρώνε.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!