Άψογο, σε άριστη κατάσταση, τζιτζί, τζετ, κουφέτο.

Συνήθως για αντικείμενα: μηχανάκια, αμάξια, διαμερίσματα κλπ. Λιγότερο για πρόσωπα, ιδίως για ευειδείς κορασίδες, π.χ. πένα το μουνί.

Παλιότερα (σήμερα αρκετά λιγότερο) λέγαμε στην πένα, προκειμένου για κάποιον υπέρκομψα ντυμένο. Η πρόθεση κάπου χάθηκε στην πορεία (σλανγκική οικονομία) και απέμεινε το σκέτο πένα εν είδει τροπικού επιρρήματος.

Γιατί όμως πένα; Είμαι βέβαιος πως θα υπάρχουν κι άλλες απόψεις, ίσως περισσότερο τεκμηριωμένες, η δική μου ωστόσο είναι πως αναφέρεται στις πένες γραψίματος. Η καλή πένα (Mont Blanc κ.τ.τ.) είναι ένα αντικείμενο πολυτελείας. Παραπέμπει στην καλλιέργεια του κατόχου της, το λεπτουργημένο γούστο του ως φορέα πολιτισμικού κεφαλαίου. Ένα αντικείμενο κύρους. Ο Ουμπέρτο Έκο έχει αναφερθεί συχνά στην απόλαυση από την (υλική) πράξη της γραφής με μια ακριβή πένα, μια αίσθηση στιλπνότητας και πλήρωσης. Κι ο Roland Barthes έχει γράψει πολλά επί του θεμάτου, ο Khan μπορεί να μας διαφωτίσει σχετικά.

  1. Που λες είχα πλύνει χτες το αμαξάκι μου, του περνάω και το κεράκι του, πένα έγινε. Και σήμερα η κωλοβρόχα μου το έκανε μουνί.

  2. Φίλε μου το μοτέρ του είναι πένα. Έχει γράψει ελάχιστα, ο προηγούμενος ιδιοκτήτης μόνο Σ/Κ το έβγαζε για χαλαρή βόλτα με την οικογένειά του.

  3. Μου σκάει χτες η Βάσω πένα, με μινάκι ώς τις αμυγδαλές, τρίπατο γοβίδι και κόκκινο τσιμπουκόχειλο. Να τον βγάλεις έξω να τον χτυπάς στα πλακάκια.

Εκ του λατινικού penna (φτερό) (από Vrastaman, 17/05/11)Η πένα είναι πιο δυνατή από το σπαθί. Αλλά μόνο εάν ανήκει στο Τσακ Νόρρις. (από Vrastaman, 17/05/11)(από Khan, 28/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified