Ο νέος φαντάρος στη μονάδα.
-Ποιος θα πάει μαγειρεία απόψε;
-Βάλε τον Δημητρίου τον νέοπα.
Ο νέος φαντάρος στη μονάδα.
-Ποιος θα πάει μαγειρεία απόψε;
-Βάλε τον Δημητρίου τον νέοπα.
Συνώνυμα: ποντίκι, λαδοπόντικας, νιάτο, Νεοκλής, Στραβόγιαννος, κωλόψαρο, σκουίζ, ψαροκασέλα, στραβάδι, γκαβάδι, γκάβακας, γκάου-μπίου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο νέος φαντάρος στη μονάδα.
Μάζεψε την ουρά σου ρε νεοκλή!
Συνώνυμα: ποντίκι, νιάτο, νέοπας, νέοψ, Στραβόγιαννος, κωλόψαρο, σκουίζ, ψαροκασέλα, στραβάδι, γκαβάδι, γκάβακας, γκάου-μπίου.
Got a better definition? Add it!
Published
Ο νέος φαντάρος στη μονάδα.
- Από ποιο κέντρο έρχεσαι ρε νιάτο;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Υποτιμητικά, δηλώνει τον στρατιώτη που έχει μόνιμη αγγαρεία το καθάρισμα ταψιών.
Ο Δημητρίου είναι ο ταψίαρχος εδώ στο στρατόπεδο. Έχει τρελαθεί στο πλύνε-τρίψε-ξύσε στα μαγειρεία!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Οι στρατιώτες που κατατάσσονται με λίγους μήνες διαφορά.
Λέγεται και «κοντοσειρά».
- Πότε μπήκες μέσα εσύ;
- Τον Γενάρη.
- Έλα ρε κοντοσείρι! Εγώ μπήκα το Μάρτη.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Οι στρατιώτες που υπηρετούν στις Ειδικές Δυνάμεις.
Στη πάντα, στη πάντα, περνάνε τα κομάντα!
Got a better definition? Add it!
Published
Ο στρατιώτης που υπηρετεί στα τεθωρακισμένα, λόγω χρώματος μπερέ και, υποτιμητικά, λόγω των αγγαρειών που κάνει στα αντίστοιχα οχήματα.
- Πού υπηρετείς ρε σειρά; - Άσ' τα να πάνε, μαύρος στην Αυλώνα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο συνοδός-βοηθός (συνήθως στρατιώτης) του αξιωματικού - αρχηγού της περιπόλου στο στρατόπεδο.
- Σήμερα περίπολο είναι ο επιλοχίας Μήτσου και περιπολόπουλο ο στρατιώτης Χρήστου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο φαντάρος (συνήθως νέος) που τον χώνουν διαρκώς για αγγαρείες.
- Έχω καταντήσει αγγαρειομάχος στη μονάδα. Τη μια μαγειρεία, την άλλη τουαλέτες, δεν αντέχω άλλο!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified