Το παιδί που η σύλληψή του έγινε μετά την τρίτη εκσπερμάτωση, με αποτέλεσμα να βγει αδύνατο, ασθενικό, ανίκανο για οποιαδήποτε χειρωνακτική εργασία...

Ρε δεν ντρέπεσαι! Έβαλες το απογαμίδι να τραβήξει τη μάνικα και εσύ έμεινες στον αυλό;

Βλ. επίσης: μισοριξιά, μισοχυσιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογίζεται ο αστυφύλακας ο οποίος είναι φανατικός με την δουλειά του, πολλές φορές σε αρρωστημένο επίπεδο. Για άλλη δουλειά θα λέγαμε εργασιομανής, αλλά κατά κάποιον τρόπο δεν κολλάει εδώ. Απαντάται περισσότερο στην ομάδα Ζ, λιγότερο στην τροχαία και στην άμεση δράση. Κατά περιπτώσεις εφαρμόζει υπερβάλλοντα ζήλο. Είναι ερωτευμένος με την υπηρεσία και έχει την πεποίθηση ότι μπορεί να αλλάξει την αστυνομία και να σώσει τον κόσμο.

Αναγνωρίζεται αφενός οπτικά: πάντοτε προσεγμένη στολή, καθαρή και ατσαλάκωτη. Έχει πάντα επιβλητική παράσταση. Στις περισσότερες περιπτώσεις είναι γυμνασμένος, όχι σώνει και καλά ντούκι. Εάν είναι μεσήλικας, βαστιέται καλά, ενίοτε έχει γοητευτικό λουκ. Συνήθως έχει ιδιόκτητο εξοπλισμό και οπλισμό (τα παρεχόμενα από την υπηρεσία του φαίνονται παρωχημένα για το επίπεδο του). Τα γυαλιά τύπου ray-ban είναι σύνηθες συμπλήρωμα.

Αφετέρου εκ συμπεριφοράς: έχει ένα συνδυασμένο στυλ από Tackleberry, T1000 και Τεξανού σερίφη. Γνωρίζει πολλά περισσότερα για την δουλειά του από τον μέσο αστυνομικό. Όπου δεν γνωρίζει προσπαθεί να δημιουργεί εντυπώσεις δια τυποποιημένης γνώσεως και ορολογίας. Σε αρκετές περιπτώσεις τυγχάνει να ξεσπάει τα απωθημένα του από παιδικά συμπλέγματα σε πιο αδύναμες ομάδες (πιτσιρικάδες με παπάκια ή φτιαγμένα αυτοκίνητα, νεοχίπις σε πλατείες κ.ο.κ.) έχοντας ως σημαία την στολή του.

  1. - Τι ροζ χαρτάκι είναι αυτό ρε Τάκαρε; Σε γράψανε;
    - Άσε ρε μάγκα, με πέτυχε εχτές ένας καυλόμπατσος και με ξέσκισε! Μέχρι για τρίγωνο, φαρμακείο και γρύλο με έγραψε!

  2. «[...]εγώ θα σας τιμήσω, θα χαίρεται όλο μου το σόι
    θα 'μαι καυλόμπατσος, δυο μέτρα μπόι
    θα κάνω βάρη, θα παίρνω τρεις κι εξήντα[...]»
    Στίχοι από Βαβυλώνα - Πολισμανία

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για άτομο εξόχου γκαντεμιάς, κωλοκατάστασης και εν γένει ανεπιθύμητων εξελίξεων σε όλα τα επίπεδα και τομείς (π.χ. σχέσεις, εργασία, στρατό, τροχαίες παραβάσεις καιτελειωμόδενέχει...)

Εβραίος χρησιμοποιείται στο στρατό για φαντάρους μουλτιπιπωμένους, ιδιαίτερα όταν συμβαίνει στα καλά καθούμενα, απροειδοποίητα και καθ'εξακολούθηση.

Να μην συγχέεται με τον Μητσοτάκη, σπανίως η γκαντεμιά του τσιμπουκομαγνήτη φέρει παράπλευρες απώλειες, είναι επί το πλείστον αυτοκαταστροφική.

Αντίθετο του κωλόφαρδου!

  1. - Τί'ν'αυτός ο Λάκης ρε, δέκα αυτοκίνητα παρκαρισμένα παράνομα, μόνο το δικό του έγραψε η τροχαία.
    - Τσιμπουκομαγνήτης, λέμε, τσε βάλε!

  2. - Πάλι τιμωρημένος ο Καραμήτρος; Τί έγινε;
    - Τι να γίνει, κοιμόταν στο σκοπέτο.
    - Από πίπα σε πίπα τον πάει ή μου φαίνεται;
    - Έλα ρε, διάσημος τσιμπουκομαγνήτης το παλουκάρι!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ένα κομμάτι σχοινί (λεπτό περίπου 6 mm διαμέτρου) που από την μια μεριά έχει μια λούπα και από το άλλο το τραβάς αφού πρώτα έχεις βάλει στην λούπα ένα μικρο πανάκι και το έχεις τοποθετήσει μέσα στην κάννη ενός πυροβόλου όπλου.

Τραβώντας το μέσα από την κάννη την καθαρίζεις. Όσοι πήγαν στον στρατό να υπηρετήσουν την μαμά Ελλάδα το γνωρίζουν καλά. Έχει περάσει στην slang σαν προσβλητική ενέργεια προκειμένου να τόνε χώσει κάποιος στον βρωμόκολο κάποιου η κάποιας.

Σημειωτέον, είναι τέχνη να ξέρεις να χρησιμοποιείς την κωλοτρυπίδα σου για αιδοίον κατά μαρτυρία γνωστού μου κίναιδου - όχι τίποτε άλλο αλλά να προλάβω κάνα Βράστα να μου τη λέει («αυτοαναφορικό, ε;»).

Γιασά ρε Μήτσε με τα μάκτρο σου!!

Συζήτηση κολομπαράδων:
Ρε τόνε γαμάς αυτόνε τον πούστη;; — Όπα ρε μαλάκα, τι είναι ρε η πούτσα μου, σχοινοκαθαριστήρας;

Ο Σάκης παραθερίζει στις Κάννες. (από Vrastaman, 23/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά τη στρατιωτική ορολογία, ο φαντάρος θαλαμάρχης. Επειδή αυτός είναι υπεύθυνος για την καθαριότητα και την τάξη στο θάλαμο ή είναι αυτός που στρώνει (που + στρώνει) τα κρεβάτια για να μην φάει καμπάνα, ή ένα πουστρόνι που χώνει άλλους να το κάνουν!!!

- Άσε, με κάνανε πουστρόνι στο λόχο και πρέπει να τον έχω προβλεπέ! Αλλιώς την πούτσισα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γελοίος και σιχαμένος καραγκιόζης, ο μαλάκας, ο νταλάρας. Κατά το αγγλοσαξωνικό asshole.

«Τα κωλοτρυπίδια να βαράνε τις σάλπιγγες
Και τα μυγοχέσματα να δίνουν εντολές
Να ρυθμίζουν με σφυρίχτρα το εν-δυο οι μικροτσούτσουνοι
Το πόδι να βαράνε οι το στανιό μου μέσα»
Υβρεοπομπή, Φοίβος Δεληβοριάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified