Ο νέος φαντάρος στη μονάδα.
Μάζεψε την ουρά σου ρε νεοκλή!
Ο νέος φαντάρος στη μονάδα.
Μάζεψε την ουρά σου ρε νεοκλή!
Συνώνυμα: ποντίκι, νιάτο, νέοπας, νέοψ, Στραβόγιαννος, κωλόψαρο, σκουίζ, ψαροκασέλα, στραβάδι, γκαβάδι, γκάβακας, γκάου-μπίου.
Got a better definition? Add it!
Published
Ο νέος φαντάρος στη μονάδα.
- Από ποιο κέντρο έρχεσαι ρε νιάτο;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Οι στρατιώτες που υπηρετούν στις Ειδικές Δυνάμεις.
Στη πάντα, στη πάντα, περνάνε τα κομάντα!
Got a better definition? Add it!
Published
Ο στρατιώτης που υπηρετεί στα τεθωρακισμένα, λόγω χρώματος μπερέ και, υποτιμητικά, λόγω των αγγαρειών που κάνει στα αντίστοιχα οχήματα.
- Πού υπηρετείς ρε σειρά; - Άσ' τα να πάνε, μαύρος στην Αυλώνα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο συνοδός-βοηθός (συνήθως στρατιώτης) του αξιωματικού - αρχηγού της περιπόλου στο στρατόπεδο.
- Σήμερα περίπολο είναι ο επιλοχίας Μήτσου και περιπολόπουλο ο στρατιώτης Χρήστου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο σκληρός υπαξιωματικός που αναθέτει ζόρικες αγγαρείες.
-Ποιος θα μείνει απόψε στο λόχο;
-Ο επιλοχίας Αντωνίου.
-Αμάν θα μας ξεσκίσει, είναι μεγάλος χώστης!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο στρατονόμος.
Πες στον οδηγό να μην τρέχει με την καναδέζα στην έξοδο γιατί έχουν βγεί παγανιά τα καρακώλια και κάνουν ελέγχους!
Got a better definition? Add it!
Published
Ο στρατιώτης πυροβολικού. Λέγεται και πυροβολημένος.
Δες και -άριος.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όπως και το ποντίκι, ύποδηλώνει τον νεοσύλλεκτο στρατιώτη.
- Μάζεψε την ουρά σου ρε αρούρι, θα σκοντάψει ο παλιός!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο τσάτσος της διοίκησης στο στρατό, που οι διάφορες απαλλαγές του φορτώνουν συγκεκριμένα τις «σειρές» του αντί για τους «νέους». Αυτός που γαμάει τη σειρά του.
- Σειρά, ο Καραβυσμάτογλου πήρε αναρρωτική πάνω στην ταξιαρχική. Δε σε χάλασε το χωσέ.
- Δε θα γυρίσει το γαμοσείρι; Θα 'χουμε τεντώματα...
Λέξεις με ρήμα για πρώτο συστατικό: αλλαξοκωλιά, γαμο-, γαμογελώ, γαμολεβιές, γαμοπαίδι, γαμοπερίπτωση, γαμοπιλώθω, γαμόπουστας, γαμοσείρι, γαμοσπέρνω, γαμοσταυρίδι, γαμοτζάζ, γαμόφλαρος, γαμοχέρουλα, γλειφομούνι, γλειφοκώλι, γλειφοπούτσι, ζαλαρχίδης, κλασομούνι, κλαψομούνης, κοψοχρονιά, λαχταροψώλα, μαδομούνι, σπαζαρχίδης / σπασαρχίδης, σπασικαύλιος, σπασοκλαμπάνιας, τρεχέδειπνος
Got a better definition? Add it!