Χαρακτηρισμός βρωμερού, οσμηρού πράγματος, εδέσματος, προσώπου ή χώρου. Μπαμπαδιόθεν επιφώνημα άγνωστης προέλευσης ή ετυμολογίας.
- Είχε κάτι φαγητά πιφ. Άσ' τα να πάνε, νηστικοί μείναμε. 
- Ήρθε ο Γιώργος, πιφ. Ο μαλάκας πρέπει να 'χει να λουστεί δυο βδομάδες. 
- Μιλάμε, πήγα να κατουρήσω κι έφυγα. Οι τουαλέτες είναι πιφ.