Sorry!

You do not have permission to view this page!

You may be allowed to view this page if you log in below.

Η πράξη που προσιδιάζει σε τσάτσο, δηλαδή η πονηριά, πανουργία, δόλια επίτευξη στόχου, το ρουφιανιλίκι, το βύσμα. Ετυμολογείται από το θείτσα -> τσα -> τσατσά (με σλανγκικό αναδιπλασιασμό).

  1. Πήγε να του πάρει με τσατσιά τη θέση, αλλά έφαγε τα μούτρα του. (Εδώ).
  2. Την άμεση διακοπή ερασιτεχνικού αγώνα μπάσκετ προκάλεσε η λέξη που ξεστόμισε 36χρονος κατά το τρίτο δεκάλεπτο. Η λέξη αυτή δεν ήταν άλλη από την «Τσατσιά», η οποία βγήκε αυθόρμητα από το στόμα του παίχτη μετά από «βήματα» που έκανε παίκτης της αντίπαλης ομάδας. Με το που ακούστηκαν οι δύο συλλαβές, ο χρόνος άρχισε να κυλάει πολύ αργά για όλους όσους βρίσκονταν στον αγωνιστικό χώρο, οι οποίοι έστρεψαν το βλέμμα τους στον 36χρονο, και το μόνο που ακουγόταν ήταν η μπάλα που είχε πέσει από τα χέρια και αναπηδούσε σε όλο και μικρότερο ύψος με όλο και γρηγορότερο ρυθμό. Συγκινημένοι συμπαίκτες και αντίπαλοι έγιναν μια μάζα από σώματα σε μια σφιχτή αγκαλιά, έκλεισαν τα μάτια και πήραν το χρόνο τους για να σκεφτούνε σιωπηλοί. Η λέξη «Τσατσιά», ενώ χρησιμοποιούταν κατά κόρον στα χρόνια του δημοτικού ή ακόμα και του γυμνασίου και λυκείου, δεν είχε βγει από το στόμα του 36χρονου από το 2015. Οι αλυσιδωτές αντιδράσεις που προκάλεσε αυτή η λέξη μετά από τόσα χρόνια ήταν αρκετές για να στείλουν τον 36χρονο σε μια εσωτερική αναζήτηση που διαρκεί ακόμα. Ο 36χρονος, που επαγγελματικά είναι λογιστής, πήρε δυο ημέρες άδεια για να επανέλθει μετά από το σοκ που υπέστη, τις οποίες πέρασε στο σπίτι του σκεπτόμενος τα παιδικά του χρόνια, αυτά της ξενοιασιάς και της αθωότητας. Σκεφτόταν τον παππού του και το πως καθόταν στους ώμους του σαν παιδί, και πως αυτό δεν θα ξανασυμβεί ποτέ. Ο 36χρονος, μετά από τις δύο αυτές μέρες φαίνεται πως έχει συμφιλιωθεί με την ιδέα πως όλα τα πράγματα τελειώνουν αλλά και αυτή του ίδιου του θανάτου του. (Κουλούρι).
  3. Η απόλυτη τσατσιά και το κάρμα. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Λέξη που αποδίδει την πατρότητα της στον Λιακό και αποτελεί παράφραση της λέξης πουτανιά, που έχει όμως τη σφραγίδα του Βλαδίμηρου Πούτιν αφού χρησιμοποιώντας τη μαεστρία και την ευελιξία του, ως γριά πουτάνα βρίσκεται ένα βήμα πιο μπροστά από τους ραδιούργους, αφού μπορεί να σκαρώνει κομπίνες, πλεκτάνες και να μεταχειρίζεται πλάγιες οδούς ώστε να αποδεικνύεται πιο καπάτσος στις περιστάσεις, παγιδεύοντας τους ραδιούργους στην ίδια τους την παγίδα.

- Πήγε που λες η Γεωργία,με τις πλάτες της Αμερικής να το παίξει λιοντάρι στην Οσετία, αλλά λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο.
- Γιατί;
- Γιατί άρχισε ο Βλαδίμηρος τις πουτινιές, αφού ως γνωστόν στην πουτάνα πουτανιές δε χωράνε και έκανε τη Γεωργία καλοκαιρινό μαγαζί. Χέστηκαν επάνω τους οι Γιάνκηδες. Δε σου λέω τίποτα. Ακούνε Πούτιν... κι όπου φύγει φύγει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified