Κατάσταση κατά την οποία η κατανάλωση υπερβολικής ποσότητας κάνναβης έχει εξαντλήσει πλήρως τους εκάστοτε pot-ες. Υπό αυτή την κατάσταση δεν είναι σε θέση να κάνουν ο,τιδήποτε άλλο, παρά να κουνήσουν τις κόρες των ματιών τους - με εξαντλητική προσπάθεια - και να γελάνε ασταμάτητα, από μέσα τους.

Σπάνια κάποιος φτάνει στα επίπεδα της υπερχόρτωσης στη σύγχρονη Ελλάδα λόγω ανεργίας, που ως αποτέλεσμα έχει την εξαιρετικά περιορισμένη αγορά κάνναβης και φυσικά την προσεκτική κατανάλωσή της. Παρ' όλα αυτά, όλοι οι pot-ες κάποτε φτάσανε στην απόλυτη αυτή κανναβική νιρβάνα.

Η λέξη είναι βέβαια συνδυασμός των: υπερφόρτωση + χόρτο.

Τιμή και Δόξα στη Μπιζελόσουλα, δημιουργό της λέξης αυτής.

- Στρίψε ακόμη ένα τρίφυλλο ρε!
- Μαλάκα θες κι άλλο; Εγώ δεν την παλεύω πια, έπαθα υπερχόρτωση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Λυμαίνομαι το slang.gr με την λημματολάσπη μου.

  2. Μαίνομαι με μανιώδη λημματοπλημμυρίδα.

Clopyright: Hank, Vrastaman.

Υπάρχουν διάφοροι τύποι, αυτοί που λημμαίνονται το σάιτ για κάνα μήνα και μετά εξαφανιζόλ, αυτοί που είναι αργές αλλά σταθερές αξίες, κι αυτοί που το λημμαίνονται για πάντα. Για τους τελευταίους ισχύει και το ρητό του Βράσταμαν:
«Λημματολάσπη and diamonds are forever»!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified