Λέξη, προερχόμενη από τον σοφό λαό, που περιγράφει τον δημόσιο δρόμο, έξω από χωριό ή κατοικημένη περιοχή. Πρόκειται περί ουσιαστικοποίησης του επιθέτου «δημοσία» (οδός), με μετάθεση του τόνου.
- Γιαγιά, ψάχνω τον γιό σου, τον Σήφη, ξέρεις που είναι;
- Τον έχω ειδομένο δίπλα από τη δημοσ(ι)ά, πριν από λίγο, παιδί μου.