Η δημιουργία νεόκοπων άκλιτων ουσιαστικών μέσω της άμεσης ουσιαστικοποίησης κάποιου ρήματος. Η «ουσιαστικοποίηση» αυτή γίνεται με την προσθήκη ενός άρθρου μπροστά από το πρώτο ενικό του ρήματος (ενεστώτα κυρίως, αυτού που λειτουργεί περίπου ως απαρέμφατο), με νοηματικό αποτέλεσμα την απόδοση σε κάποιο πρόσωπο της ενέργειας του ρήματος ως ιδιότητας σε ακραίο βαθμό. Αυτός ο ακραίος βαθμός συνήθως εμπεριέχει μια ειρωνεία ως προς το πρόσωπο που αφορά.

Η αμεσότητα της «ουσιαστικοποίησης» αφορά στο ότι το νέο ουσιαστικό δεν αποκτά αυτούσια (και κλινόμενη) μορφή, σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες (π.χ. διώκτης<διώκω) αλλά διατηρεί αυτή του ρήματος, άκλιτη.

Πρόκειται για συχνό φαινόμενο στην καθομιλουμένη λόγω και του εύχρηστου μηχανισμού του, ο οποίος επιτρέπει τη δυναμική δημιουργία και άλλων, μη παγιωμένων ακόμα τέτοιων ουσιαστικών, εν τη ρύμη και προς εξυπηρέτηση του λόγου.

Υφιστάμενα παραδείγματα: ο γαμάω, ο σκοτώνω, ο σκοτώνω και δεν πληρώνω, ο μπορώ, ο γαμάω και δέρνω, ο δεν κόβομαι, ο πεινάω.

Παραπλήσια και μάλλον σπανιότερα φαινόμενα είναι τόσο η ουσιαστικοποίηση επιρρήματος (π.χ. ο μάλλον), όσο και η δημιουργία ουσιαστικού από συγκεκριμένη έκφραση, με τα μέρη του λόγου περίπου να συνενώνονται (π.χ. άκλιτα: ο στ' αρχίδια μου, ή ο σας-γράφω-όλους-στον-κώλο-μου, κλινόμενα: τασπάος, σασείδας). Επίσης παραπλήσιο είναι και το φαινόμενο του «καθώς μπαίνεις», με το οποίο δημιουργείται ουσιαστικό για πράγμα (άψυχο) και όχι για πρόσωπο.

- Πάμε παιδιά ένα ρασάκι να τους πάρουμε!
- Εγώ βαριέμαι, ράσαρε μόνος σου.
- Άντε ρε κότες, όλα μόνος μου θα τα κάνω;
- Αφού είσαι ο ρασάρω και ο ξεσκίζω ρε φιλαράκι, δώσε πόνο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο δονητής. Που σε απαυτώνει.

  2. Ο κώλος.

  1. βλ. εδώ

  2. Αγαπάς τον σύντροφό σου; Είσαι ερωτευμένη μαζί του;
    Αν απαντήσεις ναι και στα δύο, τότε γιατί σκέφτεσαι κάποιον άλλον; Μήπως τα θέλει ο απαυτούλης σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνοψίζοντας προκειμένου να μη λείπει αυτό καθαυτό το λήμμα απ’ τη συλλογή.

Α. Το πέος, κι όλα τα σχετικά αυτού, με συναφέστερο όλων την ψωλή (βλ και σχ. του HODJAS).

Εξού και τα:

  1. «Τραβάω μια ξερή», που σημαίνει ό,τι και το «τραβάω μαλακία» κι όλα τα συναφή, (αναφορά, και εδώ).

  2. «Έμεινε/τον άφησε με την ξερή στο χέρι», που σημαίνει πως πήγαινε για γαμήσι, αλλά κάτι πήγε στραβά (μπορεί να έφαγε χυλόπιτα αλλά όχι απαραίτητα) κι ο στόχος δεν επετεύχθη (μπορεί και στο παραπέντε). Και φυσικά, με πιο ευρεία έννοια, σημαίνει τη μεγάλη απροσδόκητη απογοήτευση / ξενέρα για ο,τιδήποτε.

Ακριβώς όμοιο με τα έμεινε με την ψωλή στο χέρι, έμεινε με τον πούτσο/ το πουλί /καυλί στο χέρι. Πολύ κοντά το: «Έμεινε / τον άφησε στα κρύα του λουτρού».

Β. Το γνωστότατο χαρτοπαίγνιο. Αναφορές γίνονται στα: ξερός σχ. panos1962, δεν κόβει ούτε με βαλέ, καμάντσο, χαρτωσιά, το δέκα το καλό σχ. acg, πατινή βλ. σχ.

Α.1. Βρε δενν πα να τραβήξεις μια ξερή να ξεθολώσεις λέω ‘γω, μπας και συγκεντρωθείς να τελειώσουμε καμιά δουλειά; Άντε, γιατί η αγαμία σ’ έχει χτυπήσει στο κεφάλι μου φαίνεται.

Α.2. «Κι εκεί που θα βάζαμε υπογραφές και το ‘χα για τελειωμένο, γκρεμίζεται το γαμημένο το χρηματιστήριο και ‘μείναν όλοι άνευροι κι εγώ με την ξερή στο χέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη της αργκό. Το χρήμα, τα λεφτά. Προέρχεται από τα γνωστά 30 αργύρια.

Όταν βγήκαν οι λάμες ο αργύρης ήρθε με τη μια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν και το λήμμα παραπέμπει στο γνωστότατο χορό ή στο επίσης γνωστό μαντήλι, εδώ αναφέρεται στο πολύ καλής ποιότητος ελαφρό ναρκωτικό, παράγωγο της ινδικής κάνναβης, που φύεται στην Μεσσηνιακή πρωτεύουσα Καλαμάτα και πέριξ αυτής.

Όπως αναφέρει ο φίλος Azargled στο λήμμα κρητικό (βλ. και παρακάτω), το βασικό ουσιαστικό που είναι το «χασίσι» παραλείπεται, όχι μόνο χάριν συντομίας, αλλά και για την αποφυγή πλήρους κατανόησης της φράσης από πιθανή ανυποψίαστη ομήγυρη.

Συνώνυμα: αφγάνι, γάρο, γελαστό τσιγάρο, γκάντζα, ινδική κάνναβις, κανναβούρι, κρητικό, λεμόνι, Μαίρη Τζέην, μαριχουάνα, μαρουγάνα, μαυράκι, μαύρη, μαύρο, μελαχρινή, μονόφυλλο, μπάφος, νταμίρα, νταφού, πράσινο, σινσεμίλια, σκάνγκ / σκάνκ, σοκολάτα, τούφα, τρίφυλλο, τσιγαριλίκι, φοσμπά, φούντα, χασίς, χασίσι, χόρτο κ.α.. (Κοπί το πίτα και από εδώ).

- Πάρε πάστες κι έλα!
- Τι; είμαστε για επίσκεψη ή παίζει τίποτα καλό;
- Καλαματιανό αγόρι μου! Σου λέει τίποτα;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στην θάλασσα καθώς παίζουμε και γελάμε... πιάνουμε κάποιον φίλο μας από το κεφάλι και τον βουτάμε μέσα, καθώς αυτός βουλιάζει έχουμε την ευκαιρία να πατήσουμε και με τα πόδια μας πάνω του ώστε να τον κρατήσουμε πιο πολύ ώρα μέσα στο νερό μπας και πιει λίγο και κλάσουμε στα γέλια.

  2. Τζούρα από μπάφο, όταν αυτός είναι στα τελευταία του.

  1. - Θα κάτσεις να σου κάνω μια πατητή; Δεν είμαι βαρύς..
    - Για μαλάκα ψάχνεις;

  2. Δεν μου σκας καμιά πατητή από αυτόν τον μπάφο; Δεν την έχω ακούσει ρε φίλε.

Στο 8:01. (από vikar, 10/06/11)

βλ. και πατητή μάρκα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πανηγυριώτικα ή πανηγυρτζίδικα αποκαλούνται απ' «αυτούς που ξέρουν» εκείνα τα λαϊκά άσματα που αποτελούν μίγμα δημοτικού (καγκέλλι κατά προτίμηση), γύφτικου και καθαρού σκυλάδικου.

Οι στίχοι είναι συχνά χειρότεροι και από το σοζέμι, καθώς αποτελούν αληθινά συναξάρια του βίου φορτηγατζήδων, νταβατζήδων, ταξιτζήδων, σουβλατζήδων, σαματατζήδων, αεριτζήδων, μπανιστηρτζήδων κ.ο.κ. Τυπικοί εκπρόσωποι μπορούν να θεωρηθούν καλλιτέχνες όπως οι: Γιωργάκης Τρομάρας, Γιαννάκης Καψάλης, Σοφούλα Βόττα, Τασούλα Βέρρα κ. (άπειροι) ά.

Πήραν την ονομασία τους από το ότι ακούγονται κατά κόρον στα πανηγύρια, όπου αντικατέστησαν τα παραδοσιακά δημοτικά. Ακούγονται επίσης σε σκυλοκαταγώγια της Ομόνοιας, του Μεταξουργείου κ.τ.λ.

Κύρια όργανα: α) σόλο κλαρίνο, β) συνθεζάιζερ κινέζικο για γέμισμα, γ) ηλεκτρική κιθάρα για ρυθμό, αλλά με άθλιο ενισχυτή και άσχετες ρυθμίσεις, δ) ντραμ(ι)ς για φραμπαλά και κέφι, που το χτυπάνε σα γκαζοτενεκέ με κατσαρόλες μαζί.

Κλασικές εταιρείες που εξέδιδαν τέτοια τεχνουργήματα ήταν: ΣΥΜΠΑΝ SOUND, PANIVAR κ.ά.

— Θα 'ρθεις σπίτι τ' απόγε(υ)μα;
— Θα 'ναι κι ο πατέρας σου;
— Ναι, αλλά δεν έχει πρόβλημα.
— Έχω εγώ, όμως! Ακούει όλη μέρα εκείνα τα πανηγυριώτικα και φεύγω με το κεφάλι καζάνι!

Βλέπε και ντηλέυ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Όταν κάποιο καρφί μας δώσει στεγνά και βρούμε μπελάδες. Το χρησιμοποιούμε κατά κύριο ρόλο όταν κάποιος φωνάξει τους μπάτσους να σε δέσουν. (βλ. παράδειγμα 1).

  2. Η δεύτερη έννοια του λήμματος είναι η ευρύτατα γνωστή στους κάγκουρες και τους γκαζοφονιάδες πρόκειται για την καρφωτή ταχύτητα όπου οι επίδοξοι οδηγοί χωρίς συμπλέκτη, με γρήγορες κινήσεις κουμπώνουν την ταχύτητα με σκοπό να κερδίσουν πολύτιμα δευτερόλεπτα στη κόντρα. (βλ. παράδειγμα 2).

  1. -Τα 'μαθες τα νέα;
    -Ποιά νέα;
    -Δέσανε τον Μιχαλάκι απο καρφωτή!
    -Έλα ρε, αληθεια;
    -Ναι ρε!
    -Να σε ρωτήσω κάτι;
    -Για χώσε!
    -Ποιός ειναι ο Μιχαλάκης;

  2. -Χθές τι έγινε; Τα στήσατε;
    -Ναι και πάνω που του 'ριχνα 3 κολώνες σπάει το σασμάν απο καρφωτή.
    -Τσαγάκι εεε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιστί, έτσι αποκαλούνται αντικείμενα που διευκολύνουν την ζωή (κάνουν κάποιον «ακαμάτη»).

Τα τρία πιο γνωστά είναι:

  • Tο μπιλάκι που προσαρμόζεται στο τιμόνι, κυρίως των φορτηγών, και βοηθάει να στρίβεις πιο εύκολα το τιμόνι,
  • Tο αντικείμενο (ένα ξύλο που στην άκρη έχει ένα χέρι) που σε βοηθάει να ξύσεις την πλάτη σου,
  • O μικρός αυτοσχέδιος ανυψωτήρας (τροχαλία και σκοινί) που χρησιμοποιείται για να ανεβάζεις μικροπράγματα στη σκαλωσιά ή ψηλά σε όροφο. Καμιά φορά και η τροχαλία αποκαλείται ακαμάτης.
  1. - Μαλάκα, χθες μπήκα σε έναν γκόλντεν μπόϊ ταρίφα. Άκου τι εξοπλισμό είχε το τυπάκι. Πέρα από τις κλασικές θήκες για ποτήρια και κινητό, είχε βεντουζάρει ένα μπλοκ Α4 στο παρμπρίζ, ένα notebook που έδειχνε τις μετοχές, gps με φωνή της Πετρούλας, και το κορυφαίο. Σε ταξί μερσεντές, είχε και ακαμάτη στο τιμόνι!
    - Για να έχει ένα χέρι ελεύθερο να κάνει πράξεις, μάλλον!

  2. - Που 'σαι, Σαράντο! Πιάσε από την καρότσα τον ακαμάτη, να ανεβάσουμε τα εργαλεία απάνω, μη λερώσουμε τις σκάλες της κυρίας...

  3. - Μωρό μου, έλα γρήγορα, προλαβαίνεις δεν προλαβαίνεις.
    - Ήρθα. Τι θέλεις;
    - Ξύσε με γρήγορα στην πλάτη. Υποφέρω.
    - Κι εγώ τι θα πάρω ως αντάλλαγμα;
    - Τίποτα, συζυγικό καθήκον σου είναι.
    - Τότε ψάξε να βρεις τον ακαμάτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γαλλικό μπιλιάρδο.

Το γαλλικό μπιλιάρδο είναι αυτό που παίζεται σε τραπέζι χωρίς τρύπες και με τρεις μπάλες. Συνήθως οι δύο μπάλες είναι άσπρες, η μία από αυτές (λέγεται και «πικέ», έχει ένα μικρό σημαδάκι σαν κύκλο για να ξεχωρίζει από την άλλη, και η τρίτη μπάλα είναι χρώματος μπορντό. Ο κάθε παίκτης διαλέγει μία από τις άσπρες και σκοπός του παιχνιδιού είναι, με το χτύπημα, να βρει τις άλλες δύο, δηλαδή να κάνει μια καραμπόλα, όπως λέγεται. Υπάρχουν και παραλλαγές του παιχνιδιού. Η πιο γνωστή κατηγορία, και σε αυτή που γίνονται επαγγελματικά τουρνουά είναι το τρίσποντο.

Σλανγκ ορολογία του γαλλικού:

- κορδόνι: ένα κορδόνι ισούται με 25 καραμπόλες. Το σκορ στο γαλλικό κρατιέται σε ένα πινακάκι, που θυμίζει άβακα και προσαρμόζεται στον τοίχο. Είναι ένα κάδρο ξύλινο με τρεις σειρές (κορδόνια) από στρογγυλές μάρκες (25 μάρκες σε κάθε κορδόνι, ανά πέντε μία μάρκα με άλλο χρώμα, για να βοηθάει στον υπολογισμό), περασμένες σε ένα σύρμα. Η πάνω και η κάτω σειρά, που αντιστοιχούν στους δύο παίκτες, είναι οι μονάδες (μία καραμπόλα) και η μεσαία μετράει κορδόνια.

- διαμάντι: τα τραπέζια του μπιλιάρδου έχουν στο ξύλινο γείσο τους, σημάδια που βοηθούν στη στόχευση. Επτά στη μεγάλη σπόντα και τρία στη μικρή. Αυτά τα σημάδια έχουν το σχήμα διαμαντιού, οπότε και λέγονται διαμάντια. Με αυτόν τον τρόπο χωρίζεται με το καρτεσιανό σύστημα όλη η επιφάνεια του τραπεζιού. Στο γαλλικό, αντίθετα με το αμερικάνικο, τα διαμάντια βοηθούν πολύ στους υπολογισμούς για τις στεκιές.

- σερί (γαλ. série): σειρά από πετυχημένα χτυπήματα. Στο γαλλικό, ο παίχτης που βγάζει καραμπόλα συνεχίζει μέχρι να αποτύχει, οπότε και παίρνει σειρά ο αντίπαλος. Μονάδα μέτρησης ικανότητας στο άθλημα. Ο καλός παίκτης είναι αυτός που έχει και το μεγαλύτερο σερί.

- τζόγος (ιταλ. giocco) : ο όρος αναφέρεται σε όλα τα είδη του μπιλιάρδου. Τζόγος σημαίνει ότι, αφού βάλεις μια μπάλα (αμερικάνικο), ή μετά από μια καραμπόλα (γαλλικό), οι μπάλες καταλήγουν σε πλεονεκτική θέση για το επόμενο χτύπημα, ώστε να συνεχιστεί το σερί.

- μακαρόνι: η άφαλτση δυνατή στεκιά κατά μήκος της μεγάλης σπόντας. Τα μακαρόνια, είναι κλασσικές βολές αρχάριων και ψιλοάσχετων, γιατί θεωρούνται άτεχνες στεκιές, και κυρίως γιατί δεν φέρνουν καλό τζόγο.

- (τα έφερα) ματάκια: η κατάσταση στην οποία οι δύο μπάλες που πρέπει να χτυπήσουμε απέχουν μεταξύ τους γύρω δυο πόντους το πολύ, και τις έχουμε απέναντι από την δικιά μας. Δηλαδή θυμίζουν μάτια (σαν του μίκι μάους ένα πράμα).

- σαλίγκαρος: κλασσική δίσποντη ή τρίσποντη στεκιά, που οι δύο μπάλες είναι σχεδόν κολλημένες στη μεγάλη σπόντα (απέναντι η μία από την άλλη κοντά σχετικά στη μικρή σπόντα) και η δικιά μας είναι περίπου στη μέση του τραπεζιού, στο ύψος των άλλων δύο. Παίζοντας απαλά, πρώτη μπάλα, μεγάλη σπόντα μικρή σπόντα, και μετά μεγάλη σπόντα και μπάλα, βγάζουμε τον σαλίγκαρο (η μπάλα μας κάνει έναν κύκλο θεωρητικά) και τζογάρουμε τις μπάλες ματάκια στη μέση του τραπεζιού.

- αμερικέν: η ικανότητα τιτανοτεράστιου παίχτη που άπαξ και τζογάρει τις τρεις μπάλες ματάκια στη γωνία, μετά τις πάει κωλοφεράντζα, γύρω γύρω το τραπέζι επί ώρες, καταφέρνοντας να μην απομακρυνθούν πάνω από ένα πόντο η μία από την άλλη. Αυτός που κάνει το αμερικαίν είναι έτοιμος να περάσει στο τρίσποντο, γιατί το απλό γαλλικό πια το έχει.

- μπρικόλα (ιταλ. bricolla): λέγεται η μονόσποντη (με την χρήση της μεγάλης σπόντας) καραμπόλα, όπου η μπάλα μας διαγράφει την τροχιά μιας γωνίας 90μοιρών, με όρτσα φάλτσα. Στο ιταλικό μπιλιάρδο, μπρικόλα είναι η στεκιά που βρίσκει πρώτα σπόντα.

- πικέ ή μασέ (γαλ. piqué(e), masser): το χτύπημα της μπάλας κρατώντας την στέκα κάθετα σχεδόν στο τραπέζι. Αυτό το χτύπημα δίνει στην μπάλα καμπύλη πορεία και ανάποδα φάλτσα. Αν δεν το ξέρετε, σκίζει και την τσόχα.

- ελευθερατζής: ο παίκτης του γαλλικού που παίζει το «ελεύθερο» γαλλικό, δλδ χωρίς περιορισμούς (π.χ. απαγορεύονται τα ματάκια στις γωνίες, ή το τρίσποντο, μονόσποντο ή δίσποντο κ.ο.κ.). Ο ελευθερατζής είναι ή πολύ καλός και κάνει φιγούρα (διότι ένας πολύ καλός παίκτης μπορεί να παίζει για ώρες), ή αρχάριος που μαθαίνει.

  1. - Πάμε για γαλλικό;
    - Τι σερί έχεις ρε μπάμια, που θέλεις να παίξουμε μαζί;
    - Δεκαπέντε, το καλύτερό μου.
    - Άντε ας παίξουμε. Αλλά πάρε και μια μπύρα να την απολαύσεις, γιατί θα σου ρίξω τουλάχιστον δύο κορδόνια, αν παίξουμε στα πέντε (κορδόνια, 125 καραμπόλες). Ή σκέφτομαι να παίζω χωρίς να φέρνω τζόγο, για να έχει ενδιαφέρον.
    - Ίσα ρε τιτανομέγιστε. Πολλά μας τα λες, και σε βλέπω να πηγαίνεις πάγκο.

  2. - Ρε, έχει σκάσει μύτη ένα παιδί στο μπιλιαρδάδικο που βγάζει μάτια!
    - Δηλαδή;
    - Μπήκε μέσα κι έπαιζε μόνος του κανά δίωρο. Ματάκια της έφερνε στην τρίτη στεκιά από σπάσιμο. Κοντά στην έκτη στεκιά ματάκια στη γωνία, και μετά αμερικέν. Κουφάθηκα! Και μου είπε να παίξουμε μαζί μετά γιατί βαριόταν.
    - Ανέβηκες κατηγορία δηλαδή;
    - Ναι, αυτός έπαιζε με μπρικόλες, εγώ κανονικά, και πάλι έφαγα δυο κορδόνια διαφορά!

(από electron, 25/09/09)αμερικέν, και δεν είμαι εγώ!!! (από electron, 07/12/10)

Δες και φάβα/φάφα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified