Αυτός που δεν έχει πάρει «μυρωδιά», όσον αφορά στο αντικείμενο με το οποίο ασχολείται. Ανάλογα με την ασχετοσύνη, κλιμακώνεται ως εξής: μύρος, μυρώδης, αρχιμύρος, εκατομύριος, μύραρχος.
...
Αυτός που δεν έχει πάρει «μυρωδιά», όσον αφορά στο αντικείμενο με το οποίο ασχολείται. Ανάλογα με την ασχετοσύνη, κλιμακώνεται ως εξής: μύρος, μυρώδης, αρχιμύρος, εκατομύριος, μύραρχος.
...
Βλ. και μυρωδιάς.
Got a better definition? Add it!
Αυτός ο οποίος είναι ένα στάδιο μετά από τον τραγόμορφο. Η κατάστασή του είναι επικίνδυνη. Συνήθως απευθύνεται σε άτομα τα οποια δεν κάνουν τίποτα άλλο στη ζωή τους εκτός του να μπεκροπίνουν και να λένε σοφίες ενώ αναδεύεται το μυαλό τους.
Μοναδική τους έννοια είναι η «ρούφα» την οποια σκέφτονται όλη μέρα. Επίσης μπορεί να αναφέρεται και σε άτομα τα οποία είναι τελείως άσχετα με κάτι ή αχρηστοι γενικά.
-Πού θα βγείς το βράδυ ρε;
-Μας έχει τραπέζι ο κουρέπαρτος ο Γιάννης ...
-Χτες πάλι έγινε λιάρδα ο Γιάννης.
-Αφού είναι κουρέπαρτος μωρέ...
Got a better definition? Add it!