Πολλές φορές κάποιος που πάει κάποιον, τον αποκαλεί ωραίο, με την έννοια πως έχει γαμάτο χαρακτήρα.

Θα μπορούσε λοιπόν, κάποιος άλλος (μιλάμε για ετεροφυλόφιλο, γνωστό του πρώτου ομιλητή), που δεν έχει την ίδια γνώμη με τον πρώτο ομιλητή για τον θεωρούμενο ωραίο και θέλει να αντιδράσει σ' αυτό που άκουσε, να απαντήσει με ειρωνικό στιλ: «χύνω όταν τον βλέπω», κάνοντας κατάλληλες κινήσεις της γλώσσας του σώματος (ανασήκωμα των βλεφάρων, κούνημα κεφαλιού, αργόσυρτη φωνή, κ.λπ.).

Τι πετυχαίνει έτσι;

Δίνει απαξιωτικά και ειρωνικά, με έμμεσο τρόπο, στον άλλο να καταλάβει, πως έχει εντελώς διαφορετική άποψη. Γι’ αυτό και δηλώνει εμφατικά «χύνω όταν τον βλέπω» (άτοπο: και το ερωτικό άναμμα, αλλά και προφανώς η αμεσότητα εκσπερμάτωσης), σε συνδυασμό με τη γλώσσα του σώματος του, την ώρα που λέει την ατάκα (βλ. παράγραφο 2).

Είναι προφανές, πως μέσω αυτής της αντίδρασης του, έχει μέσα του μαζεμένα τα... φορτία, για τον ωραίο της υπόθεσης. Η εκφραστικότητά του δε, μπορεί να γίνει τόσο αποτελεσματικότερη, όσο πιο ενθουσιώδης εμφανίζεται ο πρώτος ομιλητής.

Μήτσος:
- Πολύ τον πάω το Γιάννη. Φανταστικός τύπος! Ωραίος!
Πέτρος (με ειρωνικό ύφος):
- Ναι βέβαια. Τι να σου πω; Χύνω όταν τον βλέπω!

Δες και γειώσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται από κορίτσια αγροτικών περιοχών στην ερώτηση «τι εργαλείο είσαι εσύ;». Επίσης, μπορούν να χρησιμοποιηθούν ώς απάντηση και άλλα γεωργικά αντικείμενα.

(Περνάει η Άννα απ' την πλατεία φτιασιδωμένη και της την πέφτει ένας πορνόγερος...)
- Μωρό μ', τι εργαλείο είσαι εσύ;
- Βαμβακοσυλλέκτης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συγκέντρωση αντρών με παράλληλη πλήρη απουσία γυναικών.

Πάλι το αρχιδαριό μαζευτήκαμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified