Αρχαιοπρεπής, και ωσεκτουτού πλέον εκλεπτυσμένη, εκδοχή του παντελονιάζω. Σημαίνει εισπράττω, βάζω στην τσέπη, καθαρίζω. Το εν λόγω εισόδημα υπολογίζεται πάντοτε και αυστηρά μετά από φόρους και κρατήσεις. Μπορεί δε να είναι δολίως ή νομίμως αποκτηθέν.

Ανήκει στην συζυγία των εις -μι ρημάτων και κλίνεται όπως π.χ. το πίμπλημι = γεμίζω, δηλαδή, πίμπλημι, επίμπλην, παντελονίσκημι, επαντελονίσκην.

Συντάσσεται συχνά και για μεγαλύτερη έμφαση με το ρήμα κάνω: κάνω παντελονίσκημι.

- Μαλάκα, θυμάσαι εκείνα τα ασημένια κουταλάκια που είχα κάνει ώπα απ' τον μπουφέ της θειάς μου της Ευπραξίας... ε, τα σπρώχνω στο ebay... εκατόν σαράντα δύο γιούρια έκανα παντελονίσκημι, χαλαρά...
- Ζαγοραίος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified