Παρέα ή σύνολο γυναικών που χαρακτηρίζονται από το κοινό γνώρισμα της υπέρμετρης λατρείας του ανδρικού μορίου σε κάθε περίπτωση, με κάθε μέσο και τρόπο, κοινώς είναι ξεκωλιάρες και η εμφάνιση αυτών συχνά χαρακτηρίζεται από ξώμουνο και ξώβυζο ρουχισμό, προκλητικό βλέμμα και πουτανιά.

  1. Είδες το πάνελ της νέας εκπομπής; Όλες οι μούνες μαζευτήκανε. Ο θίασος του Ξεκωλίδη!!

  2. Περπάταγα στη παραλία και γινότανε χαμός. Ο θίασος του Ξεκωλίδη!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified