Άνευ πέρατος ταλαιπωρία που αποδίδεται μεταφορικά ως συνεχής και επίπονη σοδομιστική πράξη με διαλείμματα πεολειχίας.

Κατάλληλη έκφραση για περιγραφή δυσχερών καταστάσεων.

Πολύ δουλειά φιλαράκι. Πίπα κώλο (εμπλοκή) και στο διάλειμα τσιμπούκι. Δε μας αφήνουν να αγιάσουμε τα λαμόγια!

Βλ. και πίπα κώλο εμπλοκή

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρέα ή σύνολο γυναικών που χαρακτηρίζονται από το κοινό γνώρισμα της υπέρμετρης λατρείας του ανδρικού μορίου σε κάθε περίπτωση, με κάθε μέσο και τρόπο, κοινώς είναι ξεκωλιάρες και η εμφάνιση αυτών συχνά χαρακτηρίζεται από ξώμουνο και ξώβυζο ρουχισμό, προκλητικό βλέμμα και πουτανιά.

  1. Είδες το πάνελ της νέας εκπομπής; Όλες οι μούνες μαζευτήκανε. Ο θίασος του Ξεκωλίδη!!

  2. Περπάταγα στη παραλία και γινότανε χαμός. Ο θίασος του Ξεκωλίδη!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλώνει αποτυχημένη έκβαση σε προσπάθεια ή ματαίωση που συνεπάγεται δυσμενή κριτική ή καυστική απογοήτευση.

  1. - Τι κάναμε, νικήσαμε;
    - Ναι καλά, Πούλεφ! τον ήπιαμε με 3 γκολ διαφορά.

  2. Πω πω κίνηση. Και εγώ που έλεγα θα φτάσω γρήγορα σπίτι. Πούλεφ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν ο διακατεχόμενος από έντονο και σφοδρό σεξουαλικό πόθο βρίσκεται σε πλήρη και περήφανη στύση. Ο όρος απαντάται κυρίως στην Κρήτη και τυγχάνει κυριολεκτικής αλλά και μεταφορική χρήσης, εκφράζοντας ακατανίκητη επιθυμία.

Παραλλαγή: ολοκαύλωτος.

  1. - Ξαπλωμένος όλο το βράδυ δίπλα της και αυτή να τρίβεται συνέχεια πάνω στη γκλίτσα. Καταλαβαίνεις, να προσπαθώ όλο το βράδυ να κοιμηθώ, ολόκαυλος!

  2. - Θα κατέβουμε στον αγώνα ολόκαυλοι και δεν σας βλέπω να την βγάζετε καθαροί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση υποδηλώνει την διαφορετική στάση και τρόπο ζωής που μπορούν διαφορετικές ομάδες πληθυσμών να διάγουν.

Στις μεν κοινωνικές ομάδες προέχει η διασκέδαση και χαλάρωση ενώ στις δε το τρέξιμο και η ένταση (ήτοι ξεκώλιασμα). Παρόλα αυτά οι ομάδες συνυπάρχουν στο ίδιο κοινωνικό σύνολο.

Τρέχω όλη τη μέρα στη δουλειά από τα ξημερώματα, μπαίνω σπίτι και τη βλέπω αδερφάκι μου να κάνει πεντικιούρ. Ούτε φαί στο σπίτι, ούτε τίποτα. Αρχίζει και να φωνάζει, γιατί λέει δεν πετύχανε τα νύχια. Ακούς αδελφέ; Αυτό είναι... Άλλοι λιάζονται και άλλοι ξεκωλιάζονται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση χρησιμεύει στο να περιγράψει μία δυσχερή και ακανθώδη κατάσταση που οδηγεί τον παθόντα σε διαρκή και ακατάσχετη ταλαιπωρία.

Φοβερά δύσκολη η νέα του δουλειά. Και αν πεις για τα χρέη του... συνεχώς πολλαπλασιάζονται αδερφέ. Ανηφόρα, βίτσα, πούτσα και στενά παπούτσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει είτε μαλακίες αντρών ανταγωνιστικού τύπου (όπως κόντρες ή ψευδοπαλικαρισμούς) ή ανώριμο συγχρωτισμό μεταξύ αντρών εις βάρος του χρόνου που μπορεί να δαπανηθεί στην καταδίωξη γυναικών.

- Έχω καιρό να δω τον Γιάννη.
- Τον είδα εχτές.
- Α μπα, που;
- Τίποτα μωρέ με το φίλο του το Νάσο κάνανε κόντρες στα λιμανάκια. Ξέρεις τώρα... Πεομαχίες...

(από Khan, 07/07/14)

Για τη δεύτερη σημασία, βλέπε και το ξιφομαχία (παίζω).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified