αφάνος: Ζάλη μαζί με έξαψη.
καπρινιόζος: Κακομούτσουνο ψάρι. Χρησιμοποιείται μεταφορικά για να περιγράψει άσχημη γκόμενα.
κότολο: Γυναικείο μακρύ και φαρδύ φόρεμα εργασίας.
παλιοπροβάτινα: Η περασμένης ηλικίας γυναίκα. Ο τόνος μεταφέρεται στην προπαραλήγουσα.
πατσαλικοπόδαρο: Το εν χρω κούρεμα ή ξύρισμα κεφαλιού, αιδοίου κτλ.
ποκάρι: Πλούσιο μαλλί.
σούτος: Ο μη κερασφόρος, αυτός που δεν έχει κέρατα.
τσαγκώνει: Πιάνει στο λαιμό κάτι σαν κάψιμο.
τσούλα: Η προβατίνα με πολύ μικρά αυτιά.
φεστίδιο: Σύντομο λιποθυμικό επεισόδιο.
- Ανοίξτε μωρέ καμιά πόρτα και μούρτε αφάνος απ' τη ζέστη.
- Είναι όπως τον καπρινιόζο!
- Σήκωσε με διακριτικότητα το κότολό της και κατούρησε λάθρα.
- Τι τηνε θέλεις την παλιοπροβάτινα; Αυτήνη δε βράζει ούτε σε 2 μέρες!
- Το κεφάλι του έγινε σα πατσαλικοπόδαρο!
- Εκειές οι προβατίνες είχανε απάνου τσου ποκάρι και ατόνισα να τσι κωλοκουρίσω!
- Σούτος τράγος.
- Αυτό το λάδι είναι τσαγκό.
- Εχάλευα εκείνη την τσούλα μες το λόγκο ούλη μέρα
- Μούρτε φεστίδιο μόλις τα' κουσα!