Ετυμολογία: πεσιματ- (αλλόμορφο του θέματος πεσιμ- < πέσιμο) + -ίας. Προέρχεται από τη λέξη πέσιμο με την αντίστοιχη σημασία.

Αυτός που φλερτάρει έντονα, την πέφτει δηλαδή συνεχώς σε γυναίκες, όντας όμως πιο συστηματικός, πιο μεθοδικός, με θεωρητικό και άλλον οπλισμό, ικανό να «υποστηρίζει» τις ενέργειές του και να τους δίνει τις απαραίτητες ιδεολογικές προεκτάσεις. Οι προσπάθειές του στέφονται σχεδόν πάντοτε με επιτυχία.

  • Συνώνυμοι (και ετυμολογικά συγγενείς) όροι με τον παραπάνω είναι οι εξής:

- πεφτάκιας (= σε αντίθεση με τον πεσιματία είναι πιο άμεσος, πιο πρακτικός και λιγότερο «συγκροτημένος». Δίχως ιδιαίτερες απαιτήσεις ή προτιμήσεις, γενικώς «την πέφτει» σε οποιοδήποτε θηλυκό δει. Συνήθως είναι πρώην πεσιματίας που με τα χρόνια άλλαξε κατηγορία).

- πέφτουλας (μπορεί να ήταν κάποτε πεφτάκιας και να ξέπεσε - σημασιολογικώς πιο κοντά στη λέξη λιγούρης).

- πεφτρόνι (= αυτός που μάλλον κινείται στον αστερισμό του «ό,τι αρπάξουμε» και «ό,τι κάτσει», είτε λόγω του νεαρού της ηλικίας του είτε και λόγω περιορισμένων προσόντων και δυνατοτήτων).

  • Μπορούμε να υποθέσουμε μια άτυπη ιεραρχική σειρά μεταξύ των τεσσάρων αυτών όρων, με τον εργατικό, φιλομαθή και γεμάτο κύρος πεσιματία να βρίσκεται στην κορυφή. Ακολουθούν ο «μη συγκροτημένος» πεφτάκιας, ο έκφυλος και ξεπεσμένος πέφτουλας και τέλος το αδιάφορο, σεμνό και ταπεινό πεφτρόνι.

  • Οι όροι αυτοί είναι μεν συνώνυμοι, αλλά όχι ταυτόσημοι: ο καθένας έχει την ιδιαίτερη σημασιολογική του απόχρωση. Αυτό όμως δε σημαίνει πως οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των παραπάνω σημασιών και επιμέρους κατηγοριών (όσων αφορά την άτυπη σημασιολογική τους ιεράρχηση) είναι απόλυτες και ανελαστικές. Μπορεί λ.χ. κάποιος να χρησιμοποιεί και τις τέσσερις λέξεις δηλώνοντας την ίδια σημασία (και μάλιστα οποιαδήποτε από τις παραπάνω τέσσερις) κ.ο.κ.

[Οι παραπάνω ορισμοί και παρατηρήσεις προέρχονται από το άρθρο Πέφτοντας, της στήλης Ιντερμέδιο του Ανδρέα Παππά, εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 16/03/2007].

Ρε συ πολύ πεσιματίας αυτός ο Γιάννης. Όποιο γκομενάκι του γυαλίσει το ρίχνει αμέσως!

Το σουτιέν του μπαμπά μου - Πεσιματική Α.Ε. στην παραλία (από Cunning Linguist, 12/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified