Ένα μακρύ μεταλλικό σίδερο που χρησιμοποιείται για το ανακάτεμα της φωτιάς. Το άκρο του είναι ελαφρός γυριστό και κατά περίπτωση μπορεί να υπάρχει και χειρολαβή.

Οι πιο μεγάλες σε ηλικία γυναίκες σε πολλά χωριά της Λευκάδας το χρησιμοποιούν για να χαρακτηρίσουν το αντρικό γεννητικό μόριο.

  1. Έχασα το σουδαύλι και κάηκα προσπαθώντας να φτιάξω τα ξύλα στη φωτιά.

  2. Αχ αυτή η γυναίκα δεν έχει ούτε ιερό, ούτε όσιο, όλο το σουδαύλι έχει στο μυαλό της.

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζένια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πούττος, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified