Το φιλάκι σε μία πιο ναζιάρικη έκδοση.
-Δώσε μου ένα!
-Ok, μουτς!
Το φιλάκι σε μία πιο ναζιάρικη έκδοση.
-Δώσε μου ένα!
-Ok, μουτς!
Περί φιλιού: γαλλικό φιλί, γλωσσίδι, γλωσσόφιλο, κυνοδοντόφιλο, μάκια, μάτσα μούτσα, μουτς, μπαγαποντολειχία, πιπιλιά, τριπλογλώσσι, φάκια, φιδάκια, φιλάκι;, φιλάκια φιλικωτά, φιλάκιας, φιλί της ζωής, Φιλοπίππου, φιλώ, χυσόφιλο, χχχ.
Got a better definition? Add it!
«Φιλάκι;» με ερωτηματικό/παραινετικό τόνο και με υπόδειξη του πλαϊνού της σιαγόνας, είναι μια σαχλαμαρίτσα που μπορεί κανείς -αρσενικός- να πει για χαβαλέ στο συνομιλητή του -επίσης αρσενικό-, όταν μόλις του έχει κάνει ή πει κάτι που τον έχει εκνευρίσει πολύ (π.χ. χώνεις κάποιον για δουλειά, ή την έχεις βγεις από πάνω με μεγαλείωδη τρόπο σε κάποιο θέμα, γενικά τον έχεις κάνει να φάει ήττα και να σπαστεί με αυτό, και μετά με πολύ γλυκό τρόπο του ζητάς το «φιλάκι» της συμφιλίωσης, και μάλιστα στο συγκεκριμένο σημείο). Είναι αρκετά ηδονικό να το κάνεις μπροστά στη χολωμένη μάπα του άλλου. Αυτή η γλυκούτσικη χειρονομία προέρχεται από την κουλτούρα του γουτσισμού, ενδεχομένως και του παιδαγωγικά απαράδεκτου γουτσισμού μεταξύ γονέων και τέκνων.
Φυσικά, όσοι το λέμε -μεταξύ αυτών και εγώ- πιθηκίζουμε -ακόμη...- το Vinz (Vincent Cassel), που το έλεγε στον Saïd (Saïd Taghmaoui), στο «Μίσος» του Κασοβίτς.
- Ε γάμησε με ρε μαλάκα, πουτάνα η Μαρία, ψώλα η Μαρία... μαλάκα, ε μαλάκα... στ' αρχίδια μου στο κάτω κάτω...
- Σε πειράζει φίλε μου βλέπω... η αλήθεια πονάει... στις δυο βδομάδες απάνω την έλεγες «ο άνθρωπος μου» να σου θυμήσω... εγώ στα 'λεγα...
- Ναι ρε μαλάκα, με πειράζει, τι θες τώρα να 'ούμε...
- Τίποτα τίποτα... φιλάκι;
Περί φιλιού: γαλλικό φιλί, γλωσσίδι, γλωσσόφιλο, κυνοδοντόφιλο, μάκια, μάτσα μούτσα, μουτς, μπαγαποντολειχία, πιπιλιά, τριπλογλώσσι, φάκια, φιδάκια, φιλάκι;, φιλάκια φιλικωτά, φιλάκιας, φιλί της ζωής, Φιλοπίππου, φιλώ, χυσόφιλο, χχχ.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified