Πρωτοακούστηκε από τον βιαστή της ελληνικής γλώσσας, αλλά και ταυτόχρονα τον πρωτοπόρο της σλανγκικής κουλτούρας (Τάκη Τσουκαλά).

Εικάζεται ότι είναι ένας φανταστικός χώρος, στον οποίο θα θέλαμε να στείλουμε - διώξουμε ενοχλητικά άτομα ή άτομα που δεν θα θέλαμε να δούμε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή.

Μια μορφή λοιπόν απομόνωσης - τιμωρίας για τα άτομα που δεν κάνουμε κέφι.

  1. - Ρε με έχει πάρει η Κατερίνα εκατό τηλέφωνα και δεν έχω απαντήσει, δε γουστάρω.
    - Ε σήκωσέ το ρε και πες της να πάει στο δωματιάκι.

  2. Σε παρέα:
    - Ρε Νίκο δε παίζουμε κανα τάβλι; Βαρέθηκα!
    - Οκ μέσα.
    - Και ‘μεις οι κοπέλες;
    - Δωματιάκι...

  3. Και το αυθεντικό:
    - Αυτό, το απαιτώ!
    - ΑΝΤΕ ΓΕΙΑ! Εγώ δεν απαιτώ. Πήγαινε στο δωματιάκι να απαιτήσεις...

Η εγκυρότητα του ορισμού αμφισβητείται στα σχόλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση «δωματιάκι» συχνά αναφέρεται στον σύνδεσμο φιλάθλων της ΑΕΚ που βρίσκεται στους Αμπελόκηπους, λίγο πιο πέρα από τη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Το συναντάμε σε υποκοριστικό (αντί του ορθότερου «δωμάτιο») λόγω της περιορισμένης χωρητικότητας σε άτομα που μπορεί να φιλοξενήσει (φημολογείται πως είναι 20 τ.μ.).

Οι φίλαθλοι της ΑΕΚ συγκεντρώθηκαν στο δωματιάκι για να πάνε οργανωμένα στο γήπεδο λίγο πριν την έναρξη του αγώνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified