Το αρκτικόλεξο Όφα (= Όπου Φυσάει ο Άνεμος) δεν αντιστοιχεί μόνο σε ένα οιονεί πολιτικό κόμμα των ανερμάτιστων και οπορτουνιστών. Οι χρήσεις του είναι ευρύτερες.

Όφα είναι γενικώς ένας τύπος γιούχου, σε φάση τρεις λαλούν και δυο χορεύουν, ομνύων στο σεπτό δόγμα του ο,τινανισμού. Περαιτέρω συμβολή στη φαινομενολογία του όφα: αναποφάσιστος, μονίμως με αίσθηση ανικανοποίησης, ευμετάβλητος, αναξιόπιστος, ασταθής, επιπόλαιος, ασόβαρος, χειραγωγήσιμος, κλπ.

Προτιμάται ιδιαιτέρως ως χαρακτηρισμός ατόμων θηλυκού γένους, προδιαθέτει εν προκειμένω η κατάληξη -α. Το όφα ως το θηλυκό του επιθέτου οφ: άκυρος, άμπαλος, άσχετος, αουτσάιντερ (αλλά όχι underdog, όρος με λεπτές, λεπτότατες νοηματικές αποχρώσεις), κλπ.

- H γκόμενα είναι όφα, τι πας να μπλέξεις;

Επειδή ως γνωστόν ενός κακού μύρια έπονται - και επειδή η σλανγκ ενίοτε αγαπά τις βάναυσες γενικεύσεις - μια γκόμενα όφα είναι, συνήθως αλλά όχι πάντα, και μπάζο, πλην των άλλων ελαττωμάτων της.

(σ.ς.: εν γνώσει και προς συμπλήρωση του ορισμού του Πονηρόσκυλου)

- Εγώ ρε αγόρι σε θυμάμαι μια ζωή με τίμια γκομενάκια, τι είν' αυτή η όφα που τραβιέσαι τώρα;

(από Khan, 31/08/11)

βλ. και όπου φυσάει

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified