Ο τύπος που είναι χύμα, που κάνει, λέει και φέρεται όπως του 'ρχεται.

Τις πιο πολλές φορές είναι εύθυμος και πολύ κοινωνικός: η ψυχή της παρέας. Κάνει τους άλλους να ξεκαρδίζονται στα γέλια με την ελαφρότητα, την πετριά, την ωραία τρέλα του που σκοπίμως αψηφά τις κοινωνικές συμβάσεις. Άλλες φορές μπορεί να χρησιμοποιείται και με αρνητική διάθεση για κάποιον που είναι ανοργάνωτος, δεν μπορεί να βάλει τάξη στη ζωή του, να βάλει σε τάξη τη ζωή του και είναι φελλός στον αφρό κι όσα παίρνει ο άνεμος. Ή πρόκειται για το ίδιο άτομο από δύο διαφορετικούς παρατηρητές που το περιγράφουν, ή και για δύο διαφορετικά άτομα.

Συνώνυμο: ο μποέμ.

- Πρέπει να βγεις οπωσδήποτε μαζί μας το βράδυ... Θα είναι κι ο Πάκης μαζί. Καλά τί να σου πω... Ο τύπος, εντάξει, είναι φοβερός! Θα πάθεις την πλάκα σου μαζί του!
- Είναι χαβαλές, κι έτσι;
- Τί χαβαλές... Τί πλάκες, τί κουβέντες, τί πειράγματα... Μες στην τρελή χαρά μονίμως! Χυμαδιό τελείως!

- Τί χάλια είναι αυτά; Οι κάλτσες στο γραφείο σου, η τσάντα σου στο ξύλο της κουρτίνας, τα ρούχα σου πεταμένα εδώ και κεί, χώρια τη σκόνη... Πώς είναι έτσι το δωμάτιό σου; Δε σ' αντέχω άλλο... Είσαι χυμαδιό εντελώς! Έλεος!
- Αυτό μ' εκφράζει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπληρώνει με τη σειρά του το πάνθεον των απανταχού slang καπεταναίων.

Η αφεντομουτσουνάρα του φιγουράρει μέσα σε κάθε παρεξήγηση, φιλονικία, διαμαρτυρία, δυναμική διεκδίκηση κλπ. Είναι ο αρχικαβγατζής, πρόκειται γιο πολύ bizarre άτομο. Προκαλεί μεγάλο θόρυβο. Είναι διαβόητος και σαματατζής. Όμως κατα βάθος είναι καλόψυχος και όχι, κατά κανόνα, επικίνδυνος.

Αποκτά τον βαρύτιμο τίτλο του από τα πρώτα του μαθητικά χρόνια, που κυρίως του απονέμεται (μεταξύ αστείου και σοβαρού) από δασκάλους του και που συνήθως διατηρεί εφ' όρου ζωής.

Η μητέρα: - Πώς πάει το παιδί μου;
Η δασκάλα: - Είναι ο «καπετάν-φασαρίας» της τάξης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά:

α) ο καλικάντζαρος
β) ο αναρριχητής (εδώ)

Μεταφορικά: ο δίχως στυλ, ο κακομούτσουνος, ο περίεργος στην όψη, ο ατημέλητος άνθρωπος.

Χρησιμοποιείται επίσης και για γραφή που δεν είναι ευανάγνωστη (τα γράμματα λέγονται και καρκαντζούλια), αλλά και για πράξεις που δεν αρμόζουν στις περιστάσεις (καρκαντζαλιές).

  1. Κοίτα τον πως ντύθηκε ο γιαλαμάς, σαν καρκάντζαλος είναι πάλι...

  2. Τι γράμματα είναι αυτά παιδάκι μου; Σα καρκαντζούλια είναι, θα μου βγουν τα μάτια...

  3. Άρχισες πάλι τις καρκαντζαλιές; Για συμμαζέψου, το μαγαζί είναι κυριλέ...

  4. Καρκαντζουλέησιονς, πάλι μετεξεταστέος έμεινες ρε κούτσουρο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αρκτικόλεξο Όφα (= Όπου Φυσάει ο Άνεμος) δεν αντιστοιχεί μόνο σε ένα οιονεί πολιτικό κόμμα των ανερμάτιστων και οπορτουνιστών. Οι χρήσεις του είναι ευρύτερες.

Όφα είναι γενικώς ένας τύπος γιούχου, σε φάση τρεις λαλούν και δυο χορεύουν, ομνύων στο σεπτό δόγμα του ο,τινανισμού. Περαιτέρω συμβολή στη φαινομενολογία του όφα: αναποφάσιστος, μονίμως με αίσθηση ανικανοποίησης, ευμετάβλητος, αναξιόπιστος, ασταθής, επιπόλαιος, ασόβαρος, χειραγωγήσιμος, κλπ.

Προτιμάται ιδιαιτέρως ως χαρακτηρισμός ατόμων θηλυκού γένους, προδιαθέτει εν προκειμένω η κατάληξη -α. Το όφα ως το θηλυκό του επιθέτου οφ: άκυρος, άμπαλος, άσχετος, αουτσάιντερ (αλλά όχι underdog, όρος με λεπτές, λεπτότατες νοηματικές αποχρώσεις), κλπ.

- H γκόμενα είναι όφα, τι πας να μπλέξεις;

Επειδή ως γνωστόν ενός κακού μύρια έπονται - και επειδή η σλανγκ ενίοτε αγαπά τις βάναυσες γενικεύσεις - μια γκόμενα όφα είναι, συνήθως αλλά όχι πάντα, και μπάζο, πλην των άλλων ελαττωμάτων της.

(σ.ς.: εν γνώσει και προς συμπλήρωση του ορισμού του Πονηρόσκυλου)

- Εγώ ρε αγόρι σε θυμάμαι μια ζωή με τίμια γκομενάκια, τι είν' αυτή η όφα που τραβιέσαι τώρα;

(από Khan, 31/08/11)

βλ. και όπου φυσάει

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι ή κάποιος που χαρακτηρίζεται από σύγχυση, ασυναρτησίες, λάθη, ανοησίες, κάτι ή κάποιος που είναι ό,τι να 'ναι.

Προκύπτει ως εξής: άλλα αντί άλλων > άλλ' αντ' άλλων > άλλ' αντ' άλλα· το τελευταίο, που έδωσε και το λήμμα, πρόκειται για αρχικά εσφαλμένη χρήση (το αντί σε παλαιοελληνικά συντασσόταν κανονικά με γενική), η οποία όμως επικράτησε –πολλοί μάλιστα γράφουν και άλλα ντάλα (για το συσχετισμό του με τη φράση της Παρασκευής το γάλα, δες στα σχόλια εκεί).

Αξίζει ακόμη να σημειωθεί ότι πρόκειται για νεόκοπο σχηματισμό τύπου φαυλεπίφαυλος, και μάλιστα τείνει πράγματι να συμπεριφέρεται κλιτά, παρά την προέλευσή του (βλέπε παράδειγμα 5).

  1. Γκαντεμιά είναι...: να πέφτεις σε βλάκα και να σου γράφει αλλαντάλλα στο εισιτήριο σου και αντί να φεύγεις στις 9.10 (που τελικά ήταν ημερομηνία-λανθασμένη-) να φεύγεις στις 12 παρά δέκα και να γυρνάς πόσες ώρες φιτιλιασμένος (από φόρουμ)

  2. Δυστυχώς δεν έχω βρει ακόμα και (μάλλον δεν θα βρω) τρόπο έτσι ώστε το avi να εμπλέκεται / συνεργάζεται με κάποιο τρόπο με τον firefox, γιατί νομίζω πως για λόγους ασφάλειας το firefox δεν μπορεί να διαβάσει φακέλους που βρίσκονται στον σκληρό δίσκο (νομίζω, το ψάχνω) . Προς το παρόν χρειάζεται για να ακούς και να βλέπεις αυτό που μεταφράζεις, αλλιώς η μετάφραση θα είναι αλλαντάλλα. (από το γκρίκ ντιβιντί σαμπς)

  3. Αντί να χρησιμοποιήσω προσεκτικά τις έτοιμες σχέσεις για μερικώς βέλτιστη τραπεζοειδή - από της οποίας τη μόρφωση κρέμοταν ολοκληρη η άσκηση (ίδια γεωμετρικά μεγέθη κατάντη) - έβγαλα αλλαντάλλα... (και δεν μου έκανε καν κλικ ότι στη σύνθετη διατομή η ροή γινόταν στη μικρή κοίτη). (από εδώ)

  4. Ξέρω από ΕΓΚΥΡΗ ΠΗΓΗ ότι ο τύπος φεύγει αλλαντάλλα στα μέτρα και στο ρυθμό γενικά (φαίνεται και στα λάιβ αυτό) και βάζει όλη την ορχήστρα να ακολουθεί λέγοντας «ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ Ο ΡΥΘΜΟΣ». (από φόρουμ, ο λόγος για τον Ακατονόμαστο)

  5. — Κι όμως φίλε μου... Βγαίνει ο παναθλιότατος εδώ και χρόνια και σε κάθε ευκαιρία κοκορεύεται για το πως ο ίδιος ήταν κοντά σε συμφωνία πριν του ρίξει ο Σαμαράς την κυβέρνηση! Όχι απλά ξεχνάμε... Ούτε καν θυμόμστε! Και μετά ζητάμε από τους Σκοπιανούς να θυμούνται... τι έγινε 2500 χρόνια πριν!
    — Καλά δεν έχεις και πολύ άδικο. Ότι είμαστε αλλαντάλλες, είμαστε...
    (από φόρουμ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σχήμα (γίνεται) + όνομα σε έναρθρη γενική + (το κάγκελο), που δηλώνει συνήθως χάος, ένταση, υπερβολή.

Η αργκοτική αυτή σύνταξη φαίνεται να έχει επικρατήσει χάρη στην πασίγνωστη έκφραση γίνεται της πουτάνας το κάγκελο, και συνηθέστατα ακούγεται και χωρίς τα γίνεται και το κάγκελο.

Ειδικότερα, το όνομα πουτάνα μπορεί να αντικατασταθεί (α) από συνώνυμα (της καριόλας, της εκδιδομένης γυναικός το κιγκλίδωμα, της πόρνης), (β) από εξίσου ασαφή ονόματα (της μουρλής, της τρελής, της Πόπης, του πατεμού, του μουνιού το ξέσκισμα), αλλά και (γ) από ονόματα που αναφέρονται συγκεκριμένα στα εκάστοτε συμφραζόμενα. Αυτή η τελευταία περίπτωση είναι ίσως και η πιο ενδιαφέρουσα, καθώς δείχνει την διάδοση και παγίωση της σύνταξης.

Σχετικές φράσεις: γίνεται πανικός, γίνεται χαμός, γίνεται το έλα να δεις, γίνεται το σώσε.

  1. Στο ίντερνετ γίνεται των παραδειγμάτων το κάγκελο για της πουτάνας το σχήμα. Ατάκτως ερριμένοι τίτλοι: Του Μνημονίου το κάγκελο!, Τελικά, χθες, έγινε του ανασχηματισμού...!!, Της …δεξιάς το κάγκελο έγινε στο Αποκαλυπτικό Δελτίο του Γιάννη Παπαγιάννη, Έγινε του... ΛεΜπρον το κάγκελο!, ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΕΔΩ ........ΤΟΥ ΕΝΤΕΧΝΟΥ ΤΟ ΚΑΓΚΕΛΟ!!!!!, Της… Κομισιόν το κάγκελο θα γίνει τα επόμενα χρόνια στην Ελλάδα, Θα γίνει του... γκολ και λοιπά και λοιπά και λοιπά...

  2. Ρε Πίπη, τί 'ν' αυτά; είπαμε να βάλεις καμιά υποσημείωση στη μετάφραση, αλλα εσύ τό 'χεσες.
    — Γιατί ρε μαλάκα;...
    — Τι «γιατι» ρε, εδώ γίνεται της υποσημείωσης, δέ διαβάζεται αυτό το πράμα!... Κάθε πρόταση και παραπομπή, πάς καλά;...

  3. — Έμαθες τα χθεσινά; Της σύλληψης το κάγκελο έγινε.
    — Απο πού κι' ως πού ρε;... Τί κάναν τα παππούδια, πετούσαν πάπιες-μολότοφ;
    — Άσε με ρε με τα φλώρια τα κωλόμπατσα και τις μπινιές τους να πούμε...

  4. — Έλα ρε Μικέ, άιντε, «εφημερίδα» είπες κι' εφημερίδα έγινες...
    — Σόρι ρε ψηλέ... Οι άλλοι ήρθαν;
    — Μέσα είναι, τό 'χουμε ήδη στρώσει, μπέκα μέσα.
    — ...
    — Τί φάτσα ειν' αυτή ρε, ξινίλες έχεις;...
    — Πόσα χρόνια έχεις να καθαρίσεις ρε καραγκιόζη; Της μπίχλας το κάγκελο ρε π'στ', βάλε μιά ηλεκτρική, κάτι...
    — Για κουμάρι σε φέραμε ρε Μικέ, όχι για να σε γαμήσουμεκυρία, έ κυρία... Και γιά φέρε δώ να δώ, τί ένθετα έχει σήμερα;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει και το χάος και την αταξία, αναρχία, κάτι ανάλογο με τα μπουρδέλο και μουνί.

Μπήκε μέσα με φούρια και τα έκανε όλα πουτάνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν και το λήμμα αντλεί την προέλευση του από το γαλλ. falbala που σημαίνει ποδόγυρος (φαρδιά πτύχωση στο κάτω μέρος γυναικείου φορέματος), στην εγχώρια αργκώ χρησιμοποιείται για να περιγράψει καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από αταξία συνοδευόμενη από ιλαρή διάθεση, ή αλλιώς, καταστάσεις χαβαλέ. Συνήθως ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει συγκεντρώσεις γνώριμων και άγνωστων ατόμων (όπως για παράδειγμα συμβαίνει σε φοιτητικά πάρτι) τα οποία θορυβούν ομιλώντας, ξεφωνίζοντας ή χαχανίζοντας, με απώτερο σκοπό το καμάκωμα και τον πήδο, οπότε ξαναγυρνάμε στον ποδόγυρο, βεβαίως βεβαίως.

Συνώνυμα: τζερτζελές, τουρλουμπούκι. Παράγωγα: φραμπαλατζής

- Απόψε θα την κάνουμε κατά Άνω Πόλη μεριά. Παίζει πάρτι πρώτου έτους φιλοσοφικής και θα γίνει τρελό τουρλουμπούκι. Μουνοθύελλα 10 μποφόρ. Μιλάμε για πολύ φραμπαλά. - Τσσσ... κατούρα και λίγο ρε μεγάλε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την διαφήμιση των καταστημάτων για κινητά «Γερμανός» με τον Αντώνη Καφετζόπουλο. Το σλόγκαν είναι «το κινητό θέλει τον Γερμανό του». Φαντάζομαι πως η διαφήμιση στηρίζεται στο ότι οι Γερμανοί φημίζονται για την ακρίβεια, πειθαρχία ή και σκληρότητά τους. Οπότε η έκφραση λέγεται για κάποιον που έχει ταλέντα, αλλά πρέπει να μπει σε πρόγραμμα και πειθαρχία. Θέλει φτιάξιμο. Λέγεται και ειρωνικά για τα σκάνδαλα με τη Ζήμενς: «Ο πολιτικός θέλει τον Γερμανό του / για να γίνεις κυβέρνηση, θέλεις τον Γερμανό σου».

Λεγόταν πολύ για Ρεχάγκελ: Η Εθνική ήθελε τον Γερμανό της!

Καλό παιδί ο Λούλης, αλλά πολύ ρετάλι κι έξω καρδιά. Αλλά από όταν παντρεύτηκε την Κική τού 'βαλε τα δυο πόδια σ' ένα παπούτσι. Τελικά καλό του έκανε. Φαίνεται, ήθελε τον Γερμανό του.

(από Galadriel, 16/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως, ένας θορυβώδης αλλά ευχάριστος χαβαλές - κέφι, γέλιο, φωνές κλπ. Μπορεί όμως και να σημαίνει μια ανεξέλεγκτη βαβούρα, μια οχλαγωγία μάλλον δυσάρεστη που μπορεί να φτάσει και σε καυγά. Κοινά στοιχεία και στις δυο περιπτώσεις, ο σαματάς και η αναστάτωση - και το γεγονός ότι ενώ γίνεται το έλα να δεις ουσία και αποτέλεσμα δεν υπάρχει.

Σε ό,τι αφορά την ετυμολογία, ο Μπαμπινιώτης εσφαλμένα λέει ότι είναι λέξη ηχοποίητη (!!!). Στην πραγματικότητα, προέρχεται από το τούρκικο zelzele=σεισμός το οποίο με τη σειρά του έρχεται από το ομόηχο πέρσικο زلزله που επίσης σημαίνει σεισμός.

Ο τζερτζελές γίνεται. Η έκφραση «έλα μωρέ, τζερτζελές να γίνεται» είναι πολύ κοινή και δηλώνει ότι προέχει να φωνάξουμε, να γελάσουμε ή να καβγαδίσουμε, να εκτονωθούμε τέλος πάντων, παρά να βγει κάποια άκρη.

Δες και τζέρτζελος.

  1. - Όχι, πάλι Μπελ Αιρ, ρε πστ!. Όχι άλλο κάρβουνο!. - Ε, και πού να πάμε ...
    - Δε ξέρω ... πάμε σ' εκείνο στην αρχή της Κορομηλά ... πώς το λένε ... δε θυμάμαι ... που 'χαμε πάει με τον Τασούλη ...
    - Όχι σ' εκείνο ρε μαλάκα ... αρχιδόκαμπος σκέτος είναι ...
    - Ναι, ρε ούφο ... αλλά, τουλάχιστον, έχει τζερτζελέ ...

  2. Ο δημόσιος βίος έχει ουσιαστικώς γίνει τηλεοπτικός. Οι πολιτικές συζητήσεις διεξάγονται στην τηλεόραση, οποιεσδήποτε άλλες δεν μετράνε ... Το κριτήριο πρόσκλησης για συζήτηση είναι η αναγνωρισιμότητα, δηλαδή η συμβολή στην ακροαματικότητα. Στόχος δεν είναι, μέσα από «έξυπνη» συζήτηση, αναλύσεις, επιχειρήματα, θέσεις, ο προβληματισμός και η ενημέρωση του κοινού. Στόχος είναι ο «τζερτζελές». Κουβέντα να γίνεται, ει δυνατόν και τσάκωμα. (Από το ΒΗΜΑ, 22/10/06)

Ώχου χαβαλές, ώχου τζερτζελές. (από Khan, 17/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified