Άρτι εισαχθείσα αμερικλανιά που σημαίνει «επειγόντως, γρήγορα». Εκ του αρκτικόλεξου A.S.A.P. (as soon as possible).
Χρησιμοποιείται από γιάπηδες, χιπχοπάκια, γκικ, τρέντουλα, σκεϊτάδες, κύκλους της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς κι άλλες αμερικανογενείς φυλές.
Αγγλιστί: ASAP.