Ο σκατιάρης, το βρωμερό υποκείμενο που βρωμάει και ζέχνει.
Γέμισε ο Κορυδαλλός με σκατιάδες που τα τρώγανε επί χρόνια, αλλά ακόμη δεν έχουμε ξεβρωμίσει.
Ο σκατιάρης, το βρωμερό υποκείμενο που βρωμάει και ζέχνει.
Γέμισε ο Κορυδαλλός με σκατιάδες που τα τρώγανε επί χρόνια, αλλά ακόμη δεν έχουμε ξεβρωμίσει.
Got a better definition? Add it!