Η γκομενίτσα από το αγγλικό chick (<chicken= κοτόπουλο).

Θα παίζει και κάνα τσικιό στην παρέα;

Got a better definition? Add it!

Published

Η γκομενίτσα εκ του αγγλικού chick (<chicken = κοτόπουλο).

Τόνι, πώς μπορώ να γίνω το τσικάκι σου; (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published