Χρησιμοποιείται ιδιαιτέρως εις την στρατιωτικήν ιδιοδιάλεκτον ίνα τονίσει τον φυγόπονο στρατιώτη όστις ωσάν σαύρα κρύπτεται εις μέρη απίθανα εντός του στρατοπέδου δια να γλιτώσει τυχόν αγγαρεία εκ των ανωτέρων του.

- Καραμήτρο;!! Που σαυρίζεις πάλι;;!

- Αυτός ο Καραμήτρος, τι καλός στρατιώτης που είναι. Καλή σαύρα είναι του λόγου του.

- Εδώ είσαι παλιοσαύρα;

- Αφήστε το σαύρισμα και πιάστε γρήγορα δουλειά στα μαγειρεία.

- Να πας να βρεις αυτή την σαύρα τον Καραμήτρο και να του πεις να τσακιστεί γρήγορα στο διοικητήριο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υπερβολικά δυνατό μέσον. Αυτό που διεισδύει παντού. Δεν υπάρχουν κωλύματα, εμπόδια και προϋποθέσεις για αυτό. Όταν κάποιο όνειρο φαντάζει αδύνατο, τότε οι ελπίδες πραγματοποίησης του επαφίενται στη χρήση χαυλιόδοντα.

- Μόλις τελειώσω το πανεπιστήμιο θα διοριστώ σε καλή θέση, σε όποιο υπουργείο θέλω.
- Τι γίνεται; Έχεις μεγάλη φαντασία ή διαθέτεις μεγάλο χαυλιόδοντα;

Σχετικά: δόντι, κονέ, bluetooth, βύσμα, ρουσφετοπωλείο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified