Χρησιμοποιείται ως υπερβολή για να δηλώσει ότι κάποιος/α είναι κοπέλα τελειωμένη. Σύγκρινε με το γυαλίζει το πόμολο, έκλασα πόμολα, τρώω και τα πόμολα.
Μέχρι και τα πόμολα έχει τσιμπουκώσει για να φτάσει εκεί που έχει φτάσει επαγγελματικά.
Χρησιμοποιείται ως υπερβολή για να δηλώσει ότι κάποιος/α είναι κοπέλα τελειωμένη. Σύγκρινε με το γυαλίζει το πόμολο, έκλασα πόμολα, τρώω και τα πόμολα.
Μέχρι και τα πόμολα έχει τσιμπουκώσει για να φτάσει εκεί που έχει φτάσει επαγγελματικά.
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που ακούγεται όταν είμαστε τόσο σίγουροι για κάποιο γεγονός ή κατάσταση που χρειαζόμαστε ό,τι άκρο έχουμε διαθέσιμο - το πέμπτο των ανδρών δεκτόν - για να επικυρώσουμε με την υπογραφή μας γραπτώς, εν είδει συμβολαίου αυτά που ισχυριζόμαστε, έντονα και με τρόπο που δε χωρά αμφιβολία. Αντίστοιχες εκφράσεις είναι το "κόβω το κεφάλι μου", "βάζω το χέρι μου στη φωτιά" θυσιάζοντας μέρη του σώματος σε μορφή όρκου για ό,τι ισχυριζόμαστε ενώ εδώ την τιμή που έχουμε χτίσει στο όνομά μας που είναι ακόμα πιο σοβαρή υπόθεση για την υπόσταση μας σε περίπτωση που κλονιστεί η εμπιστοσύνη των άλλων σ'αυτό, καθώς "κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά τ'όνομα" που λέει και το ρητό. Διότι ανάπηρος ζεις, χωρίς κοινωνική υπόσταση όμως η ζωή είναι ανυπόφορη. Είναι η ύστατη επιβεβαίωση αληθείας που αφορά στην τιμή του ατόμου.
- Και είσαι σίγουρη μωρή πως τον είδες;
- Καλέ, ναι σου λέω! Την είχε παλαμαριάσει και της ψιθύριζε στ'αφτί...Βάζε τώρα με το νου σου τί της έλεγε.
- Ρε, τον κοίταξες καλά; Ήταν όντως αυτός; Σίγουρα δεν έχει δίδυμο αδερφό, κάποιον ξάδερφο να του μοιάζει διαβολεμένα;
- Όχι, όχι, όχι! Αυτός ήταν! Σου το ξανάπα. Ξανθός, πρασινομάτης, κατσαρομάλλης, με μύτη μεγάλη ίσια σουβλερή κι εκείνη την ελιά στο δεξί του μάγουλο! Σίγουρα αυτός ήταν, είναι πολύ χαρακτηριστικός, σαν ξένος, δεν μπορεί...
- Καταλαβαίνεις τώρα τι πάμε να κάνουμε; Να βάλουμε γιαγκίνι στα καλά καθούμενα; Πριν να της το πούμε, πρέπει να βεβαιωθούμε. Σπίτι πάμε να διαλύσουμε! Κι επειδή σε ξέρω... Λέγε. Ορκίσου! Ορκίσου ότι ένιωσες σωστά ό,τι είδες και δεν ήταν πάλι φαντασίες της αφηρημάδας σου.
- Ορκίζομαι... Να φάω τα κόκαλά μου...
- Η Βλαχοπούλου δε δεχόταν αυτόν τον όρκο. Ούτε κι εγώ, είναι γελοίος.
- Βάζω το χέρι μου στη φωτιά.
- Τίποτα πιο εκλεκτόν;
- Εεεε, κόβω το κεφάλι μου!
- Μπφ... Όλα αυτά γίνονται στο μιλητό. Δε θα ακρωτηριαστείς κι όλας...
- Ε, τότε σου το προσυπογράφω με πόδια και με χέρια! Να μην μπορώ να βγαίνω απ' το σπίτι αν είναι αλλιώς από τις ντοματιές που θα με περιμένουνε!
- Τώρα μάλιστα!... Άιντε πάμε να της πούμε το χαμπέρι, να δούμε τι θα βγει. Για να δέρνεσαι έτσι, κάτι ξέρεις εσύ...
- Δόξα σοι!
Got a better definition? Add it!
Πάρα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.
Σχήμα καθ' υπερβολήν.
Όταν μιλάμε για κάτι στο παρελθον - που ίσως και να μην έχει τελειώσει ακόμη - θέλουμε να δείξουμε ότι κράτησε τόσο πολύ που η αρχή του χάνεται στα βάθη του χρόνου.
Ο ανθρωπος Θανο ειναι καραγκιοζης. Εχει αλλαξει ολες της ομαδας της ψωροκωσταινας,και παραπερα τιποτα. Ειναι απο τους λιγους ποδοσφαιριστες που ενω υπηρξαν επιθετικοι λατρευοι σαν προπονητης να παιζει αμυντικα και στη κοντρα με αντεπιθεσεις. τον λατρεψαν γιατι ψηλομαζεψε τα χαλια καποιων ομαδων,αλλα γιατι δεν γινεται ΛΟΧΙΑΣ; Κομπλαιξηκος,και ητοπαθεις,το γεγονος οτι ειναι σαραντα χρονια τουρκικα σε αυτο το τοπο και δεν μηλα ελληνικα,τα λεει ολα. ΝΑ ΤΟΝ ΧΑΙΡΟΝΤΑΙ... (Από εδώ).
Σαράντα χρόνια τούρκικα πέρασαν και δεν κατάφεραν να τον τελειώσουν τον κωλόδρομο. Τόσο άχρηστοι είναι όλοι τους. (Από εδώ).
'Οταν αναφέρομαστε στο μέλλον, εννοούμε ότι θα περιμένουμε πάρα πολύ, επ' αόριστον - και μπορεί, τελικά, αυτό που περιμένουμε να μην γίνει και ποτέ.
Και βέβαια, οι καταστηματάρχες θέλουν να αποζημιωθούν κι έχουν όλα τα δίκια του κόσμου. Αλλά, να αποζημιωθούν από ποιον; Από τις ασφαλιστικές εταιρείες; Μα, οι ασφαλιστικές εταιρείες εδώ και χρόνια δεν ασφαλίζουν καταστήματα του κέντρου των Αθηνών, για ευνόητους λόγους. Από το «κράτος»; Αστεία πράγματα! Αν τα πάρουν, θα τα πάρουν σε «σαράντα χρόνια τούρκικα», που λέμε. Μέχρι τότε οι καταστηματάρχες θα πρέπει να αποκαταστήσουν τις ζημιές από την τσέπη τους –αν έχουν, που δεν έχουν- και να περιμένουν τα «σαράντα χρόνια τούρκικα», που λέγαμε. (Από εκεί).
Σε ό,τι αφορά την προέλευση της φράσης, στο σάιτ lexilogia.gr ο χρήστης palavra υποστηρίζει πειστικά ότι συνδέεται με την τούρκικη φράση kırk yıl - σημαίνει ακριβώς σαράντα χρόνια και οι Τούρκοι την χρησιμοποιούν για να δηλώσουν ότι κάτι διαρκεί πάρα πολύ καιρό. (Δείτε τι γράφει εδώ). Διατυπώνει επίσης και την άποψη ότι η επιλογή του αριθμού σαράντα ειδικά αντανακλά την σημασία που έχει ο συγκεκριμένος αριθμός στην θρησκευτική παράδοση και την ορθόδοξη και την ισλαμική - σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες περίμενε ο Μωυσής στο όρος Σινά για τις Δέκα Εντολές, σαράντα χρονών ήταν ο Μωάμεθ όταν του αποκαλύφθηκε ο πρώτος στίχος από το Κοράνι, τα μωρά σαραντίζουν, τα σαράντα του πεθαμένου κ.λπ.
Βέβαια, στην τρέχουσα χρήση, το σαράντα αντικαθίσταται και από άλλους αριθμούς, πάντα μεγαλύτερους για να τονισθεί το στοιχείο της υπερβολής - π.χ. πενήντα, διακόσια, τριακόσια ή και χίλια χρόνια τούρκικα.
Το δικαίωμα ιδιοκτησίας, απεφάνθη το δικαστήριο, δεν ακυρώνεται όσος καιρός και να περάσει (χίλια χρόνια τουρκικά που λέμε στον τόπο μας) εφόσον υπάρχει ιδιοκτήτης ή οι κληρονόμοι του κατέχουν τίτλο ιδιοκτησίας. (Από εδώ).
Βλ. και ρούσικη ώρα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σλανγκ εδώ είναι η υπερεκμετάλλευση και η κάπως "ανάρμοστη" χρήση του επιθέτου απόλυτος, για να δειχθεί ότι το υποκείμενο άτομο, κατάσταση, ή γεγονός, κατέχουν σε υπερβολικό βαθμό το χαρακτηριστικό που τους αποδίδεται.
Και ένα παράδειγμα μη σλανγκικής -νομίζω- χρήσης: "Είναι τρομερός ο απόλυτος αριθμός των assist που βγάζει η Εθνική. Τα εύσημα και στον Κατσικάρη". ΕΔΩ
Got a better definition? Add it!
Επίθετο, που έχει καταλήξει συχνά να σημαίνει απλά πάρα πολύ, σε υπερθετικό/υπερβολικό βαθμό, για το ουσιαστικό που προσδιορίζει. (Εδώ, λοιπόν, δε μας ενδιαφέρει η πιο δόκιμη έννοια, που σημαίνει πολύ σύνθετο ή παράξενο ή ανεξέλεγκτο, και η οποία πάντως απαντά σε σλανγκικά συμφραζόμενα, π.χ. χαοτικός πάνκης ή σε μια πάγια έκφραση όπως είναι το "χαοτικό σκηνικό").
Ίσως έχετε ακούσει για ένα νόμο της διαλεχτικής που λέει ότι η ποσότητα από ένα σημείο και μετά λεβελιάζει και γίνεται πχιότητα, ή κι αν δεν έχετε ακούσει απ' αυτούνα, ίσως, έχετε ακούσει για τα χαοτικά φαινόμενα, αυτά που όταν κάτι γίνεται πολύ σύνθετο, αποκτά ένα βαθμό απροσδιοριστίας (όχι όμως, αν δεν κάνω λάθος, τυχαιότητας). Τέσπα, για να μην λέω κι εγώ ράντομ πράματα, αυτό που θέλω να επισημάνω είναι ότι στην περίπτωση του νοήματος του χαοτικός στη σλανγκ έχουμε την αντίστροφη διαδικασία, από την ποιότητα ρέπουμε πίσω στην ποσότητα (διαλεκτικό είναι κι αυτό, μάλλον):
απλό -> σύνθετο -> χαοτικό = απλά πάρα πολύ (και πάρα πολύ απλά, δηλαδή, σλανγκικώς στακάτα).
Για τους νεκρούς του μνημονίου κουβέντα. Είσαι χαοτικός μαλάκας. πηγή
Είσαι πολύ μεγάλος μαλάκας. Γιγάντιος και αξεπέραστος. Χαοτικός μαλάκας. Χωρίς όρια μαλάκας και ανυπέρβλητα μαλακισμένος. πηγή
Μολονότι η λέξη χαοτικός στα πλαίσια αυτής της σημασίας συνήθως προσδιορίζει το μαλάκας, θεωρώ ότι χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει και πολλές άλλες λέξεις στην καθομιλουμένη. Λ.χ καταγράφω κάποια που μου έρχονται ταιριαστά:
χαοτικός βλάκας, χαοτικός καραγκιόζης, χαοτικός γλείφτης, χαοτικός βρωμιάρης, χαοτικό μουνί, χαοτική καριόλα, χαοτική λούγκρα, χαοτικό λαμόγιο κ.λπ. κ.λπ.
Σε όλα αυτά τα παραδείγματα το χαοτικός σημαίνει ότι κάποιος παρουσιάζει πάρα πολύ αυτές τις ιδιότητες. Για να παπαρολογήσουμε, όμως, λίγο παραπάνω, όταν χρησιμοποιείται ο όρος για να προσδιορίσει κάτι ως πάρα πολύ, φέρνει μαζί τους λεπτές και διάφορες αποχρώσεις νοήματος και πραγματολογίας, όπως τις εξής:
α) "χαοτικός-ή-ό x" σημαίνει ότι αποδίδεται η ιδιότητα x σε τόσο μεγάλο βαθμό, επειδή κάποιος/α ή κάτι την έχει επιδείξει τόσο ποικιλότροπα και υπό τόσο διαφορετικές συνθήκες, ώστε να περιττεύει η περαιτέρω συζήτηση, δηλαδή, είναι τόσο πολυσύνθετα και πλέρια x, ώστε να καταντά τετριμμένο το να συνεχιστεί η συζήτηση για το ιδίωμα και το βαθμό του x στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ο προσδιορισμός, λοιπόν, χαοτικός, επιτελεί την χρήσιμη και χαρακτηριστική σλανγκική λειτουργία να λήγει τη συζήτηση. Ας μη λησμονούμε ότι στη σλάνγκ η μείωση και η γείωση είναι κεντρικά φαινόμενα, και το χαοτικός, λήγοντας το ζήτημα, έχει σχέση και με τις δύο.
β) χαοτικός μπορεί να σημαίνει και δεινός, δηλάδή πάρα πολύ καλός και ικανός, κατά έναν μάλλον οξύμωρο τρόπο, αντίστροφα ευφημιστικό, πώς να το πω/πώς λέγεται αυτό;
γ) η χρήση του χαοτικός-ή-ό ως προσδιορισμού, πριν από κάποιο δόκιμο/λόγιο ουσιαστικό, εκσλανγκεύει το τελευταίο και καθημερνοποιεί το επίπεδο λόγου (είναι και ένας είδος σλανγιωτατισμού).
Για να δείξω τα (β) και (γ):
Έχει κάνει μια χαοτική διατριβή στον Όμηρο, δε σε παίρνει.
Γάμα το, έχω χαοτικό λογιστή, δεν ανησυχώ.
Βασικά για να τα καταφέρεις χρειάζεται χαοτική στοχοπροσήλωση.
κ.λπ.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εκτός απ' το να *παθαίνεις το όνομα*, όπως λέει ο πρώτος ορισμός, μπορείς να πάθεις και το ... ρήμα!
Όταν με λέτε γκαύλα...Παθαίνω το ρήμα! (εδώ)
Ακριβώς αυτό! Το αξιοσημείωτο λοιπόν γεγονός είναι οτι το "παθαίνω", τα τελευταία χρόνια συντάσσεται και με ουσιαστικά που σημαίνουν ακριβώς το ίδιο με υπάρχοντα -ομόρριζα με τα ουσιαστικά-, ισχυρότατα (και όλα τα λεφτά) ρήματα. Δηλαδή, αντί για ερωτεύτηκα ή μορφώθηκα, κουλτουριάστηκα, εντυπωσιάστηκα, λες: έπαθα έρωτα, έπαθα μόρφωση, έπαθα κουλτούρα, έπαθα ποιότητα, εντύπωση, ευτυχία, θλίψη, ευεξία και άλλα τέτοια πολλά και κουλά.
Σημείωση (γιατί όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας): Συμβαίνει, για λόγους απλοποίησης ή γιατί δεν σού'ρχεται η λέξη να λες π.χ. έπαθα σοκ, έπαθα πανικό, αντί για σοκαρίστηκα ή πανικοβλήθηκα.
Το ρ. παθαίνω χρησιμοποιείται και με δύο ακόμη τρόπους:
Κανονική σύνταξη με νορμάλ (!) ουσιαστικά, π.χ. παθαίνω εγκεφαλικό, αφυδάτωση, ιλαρά, αγκύλωση, ντεζαβού κ.ά., όπου, όταν υπάρχει αργκό αυτή χαρακτηρίζει μόνο το ουσιαστικό, γιατί το παθαίνω παίζει εδώ βοηθητικό, διακριτικό ρόλο (δεν 'παθαίνεις εντύπωση' μαζί του).
Σύνταξη με ευφάνταστα, πειραγμένα ουσιαστικά όπως τα καρασλανγκισθέντα:
παθαίνω μιλφόπλακα,
σεντόνι,
πλάκα,
κάζο,
ντουβρουτζά,
κωλομπέρδεμα,
λαλά,
μπακακάο,
κολούμπρα,
κοκομπλόκο,
τραμπάκουλο,
μουνόπλακα,
τη μούνα μου.
Μπορούν να προστεθούν και τα παθαίνω ζημιά και παθαίνω τσιμπουκόφσκι. (Δες παράδειγμα 5).
Σλανγκασίστ: Galadriel, εδώ.
Παθαίνω έρωτα, καύλα, αναστάτωση βλέποντάς σε να μου χαμογελάς. Συνέχισε, μη σταματάς. (εδώ)
Πάθαμε ευτυχία για τρια δευτερόλεπτα στο κεντρο. τοσο χιονισε (εδώ)
Είμαι στη φάση που χαίρομαι που έφυγα από το γραφείο στο 9ωρο αντί για 10- ή 11ωρο, μη μου μιλάτε για τις διακοπές σας, παθαίνω θλίψη. (εδώ)
Έχετε μπερδέψει τον έρωτα με πάρτυ. Σε πάρτυ κάνουμε εντύπωση. Στον έρωτα παθαίνουμε εντύπωση (εδώ)
Έπαθα τσιμπουκόφσκι. (εδώ)
Έπαθα αξιοπρέπεια. (εδώ)
Got a better definition? Add it!
Το υβριδικό γλυκό που προέκυψε από διασταύρωση της μπουγάτσας με το κρουασάν και έκανε πραγματική θραύση, προσελκύοντας το ενδιαφέρον και των διεθνών μέσων ενημέρωσης.
Γρήγορα όμως προέκυψαν σοβαρότατες ενστάσεις:
Η μπουγατσα εχει μια φυση (λεπτο τραγανο φυλλο) και δυο υποστασεις (κρεμα, τυρι). Τα υπολοιπα ειναι σκευασματα αιρετικων.
Μεταφορικώς δηλώνει μεταμοντέρνα -πάντα με την κακή έννοια- και τραβηγμένη απ' τα μαλλιά μείξη χωρίς δημιουργικότητα, -κάτι σε σταθεροτυρόπιτα δηλαδή-, καθώς και βλαχομπαρόκ αισθητική.
Έχω την εντύπωση οτι σημαίνει και Ελλαδιστάν, ταιριάζει σαν νόημα και τελειώνει σε -άν, αφού.
Το πολιτικό μπουγατσάν, που λέγεται ΣΥΡΙΖΑ, απ' έξω Ευρώπη, κι από μέσα κρέμα της αριστερής γιαγιάς από τας Σέρρας ας πούμε, ετοιμάζεται τώρα, που έχει μεγάλη κοινοβουλευτική δύναμη και αντιπρόεδρο στο Ευρωκοινοβούλιο, να καταθέσει αίτημα κατοχύρωσης της ελληνικότητας του μπουγατσάν και με ειδική ανθρωπιστική οικονομική μελέτη των οικονομολόγων του όλων των τάσεων, έτσι ώστε το μπουγατσάν να είναι κεντρική τροφή μη κυβερνητικών οργανώσεων που θα χορηγείται σε αναξιοπαθούντες πληθυσμούς.
Οι χυλοπίτες γίνανε ταλιατέλες, η μπουγάτσα έγινε μπουγατσάν, τα Goodys γίνανε Burger house και ο Σημίτης πρώτος μάγκας (εδώ)
το μονο καινοτομο προιον που διαφημιστηκε οσο κανενα αλλο στην Ελλαδα της 5χρονης κρισης ειναι το Μπουγατσαν....αυτοι ειμαστε....
Γάλλοι τεχνοκράτες + Πρόγραμμα Θεσσαλονίκης = μνημόνιο μπουγατσάν
- βγαλτε στον κοσμο εσεις οι δημοσιογραφοι νεους ανθρωπους δημιουργικους με οραμα κ οχι μονο τα Μπουγατσαν....
- Το μπουρδελο είτε Αριστερό είτε Δεξί μπουρδελο ειναι ! Ελληνικό κράτος! (εδώ)
- Διασκευή εκείνο, διασκευή τούτο. Και ναι μπορεί να ακούσεις διαμαντάκια και άλλα τόσα σαχλά πειράγματα. Απορία μου όμως- έχει στερέψει η γλώσσα, η μουσική, το βίωμα για να 'γεννηθούν' νέα τραγούδια όσων ασχολούνται συνεχώς με διασκευές.?? Μου λείπουν σημερινά δυνατά κομμάτια. Όχι δοκιμασμένα στο χρόνο κομμάτια με νέο φόρεμα...
- [...] και μενα μου λειπουν πολυ τα νεα ακουσματα, θα ρθουν θα γεννηθουν θα δεις [...] την επομενη φορα ομως θα φαμε μαζι μπουγατσαν
Got a better definition? Add it!
Σχήμα λόγου για τον τύπο που αυνανίζεται υπερβολικά (πάνω από 5 ημερησίως).
Καλά εσύ φίλε από μαλακία άλλο τίποτα ε; Τον έχεις κάνει λάσο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Συνώνυμο του μαγικού, του θεϊκού, του ανέφικτου. Χρησιμοποιείται και γι αυτόν που υπόσχεται θαύματα, που μεγαλοποιεί τις δυνατότητές του, τον λαϊκιστή.
Από τα δημοφιλή θαύματα του τζίζας.
ΕΧΕΙ ΔΙΚΙΟ Ο ΑΛΕΞΗΣ. Δεν του ζητάμε να περπατήσει στο νερό. Εκείνο τ αλλο όμως με το νερο και το κρασί μήπως; ή το αλλο με τους άρτους; (εδώ)
- Βαρουφάκης: Είμαι ο πρώτος βουλευτής της χώρας σε σταυρούς
- Στην επόμενη συνεντευξη θα μας πει ότι περπατάει στο νερό (εδώ)
Προσεχώς, "ΑΡΙΣΤΕΡΟΣ ΗΓΕΤΗΣ περπατάει στο νερό" (εδώ)
Εκδόσου τουί. Και εκδόθηκε. Πα να δω αν περπατάω και στο νερό (εδώ)
και λέει στις γκομενες τύπου περπατάω στο νερο μαλακιες (εδώ)
Μάγος λέει περπάτησε στο νερό.. κλαιν μαιν... εγω όποτε σφουγγαρίζει η δικιά μου περπατάω στον αέρα... (εδώ)
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που θέλει να χαρακτηρίσει την κακασχημιά ενός ανθρώπου-ζώου-πράγματος.
Πώς είναι έτσι αυτός ρε σα γαμώ τη μάνα του είναι...
Γενικότερο σχήμα λόγου. Άλλα παραδείγματα: "σαν το μουνί της αδερφής μου/σου/του", της μάνας, "σα γαμώ το κέρατό μου/σου/του" ή ό,τι εμπνευστεί ο καθένας.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified