1. Παρηγορητικό: η αισιόδοξη βερσιόν της λέξης έχει να κάνει με το γαμήσι-παρηγοριά, τ. φιλικό, ή απλώς το γαμήσι που μας κάνει ο/η σύντροφός μας δώρο όταν έχουμε νεύρα ή στεναχώριες, μπας και ξελαμπικάρουμε λίγο (αν βέβαια είμαστε σε θέση να γαμηθούμε και δεν μας έχει φάει η κατάθλα).

  2. Παρηγορητική: η απαισιόδοξη βερσιόν υπονοεί «παρηγορητική ιατρική / θεραπεία / χημιοθεραπεία» και είναι αυτή που θα σου δώσουν όταν δεν την βγάζεις άλλο, αλλά τεσπα μπορείς να ζήσεις, με τη βοήθεια της χημείας, λίγο παραπάνω -και να πεθάνεις κάπως πιο ανώδυνα.

  1. Μωρό μου δεν σε βλέπω στο τσακίρ, μήπως να σου ρίξω κανα παρηγορητικό να χαρεί το ματάκι σου;

  2. Η μετάπτωση στην παρηγορητική πρέπει να συνοδεύεται με την διαβεβαίωση ότι η διακοπή της ενεργού θεραπείας δεν σημαίνει εγκατάλειψη. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χρώμα του τσιμέντου. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις τσιμεντουπόλεις που έχουν γίνει τα ελληνικά άστεα. Σαν να μην έφτανε αυτό το τσιμεντί χρώμα έχει γίνει και καλλιτεχνική άποψη, καθώς πολλοί είτε λόγω κωλοτρυπίδας, είτε την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενοι, βάφουν κιόλας ορισμένα κτίρια σε χρώμα τσιμεντί. Επίσης, μπορεί να περιγράψει καταστάσεις μελαγχολίας, όταν γυρνάς από τη φύση, το καλοκαίρι κτλ και ξανακλείνεσαι μέσα σε μια τσιμεντούπολη ή σε ένα τσιμεντένιο ψυχικό τοπίο κ.ά.

Τα Τσιμέντα

  1. Να πει πως το δικό του χώμα είναι λασπερό και ανοργάνωτο; Να παριστάνει κι αυτός ότι το χώμα ετούτο θέλει μεταρρύθμιση; Να γυρέψει να το κάνει πιο «τσιμεντί»; Να παραπονεθεί για τα παπούτσια του που βρωμίστηκαν; Μα άλλο είναι το βαρύ ερώτημα: πως να μιλήσεις για το χώμα σ΄αυτούς που κόπτονται για την απουσία της ασφάλτου; Έτσι σιωπάς. Γι΄ αυτό σιωπάς. (Από το Φέισμπουκ)
  2. Έτσι πήραμε πάλι τους δρόμους σ' αυτόν τον τσιμεντί πλανήτη που ακόμα δεν κατάλαβα γιατί εποικίστηκε. (Εδώ).
  3. Σαν εσωτερικό στρατοπέδου, ένα πράγμα. Αλλά εδώ βάφουν τα σχολεία με κάτι γκριζοπράσινα τσιμεντί χρώματα, λες και είναι κτήρια τιμωρίας. (Εδώ).
  4. Το τέλος πλησίασε, κάθε κατεργάρης στον πάγκο του και επιστροφή στο γκρι τσιµεντί. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified