Further tags

Ο δυνατός, ο ισχυρός στην αρχαία ελληνική. Στον μοδέρνο κόσμο, χρησιμοποιείται εις την σλανγκικήν καταχρηστικά, ως επίθετο ή και ως επιφώνημα, σε τετριμμένες περιπτώσεις, όπου αναδίδει μια ντελικάτη εσάνς γαλλο-φερμένης αργκό, μαζί με το αυστηρό του κλασικού χαρακτήρα.


1.
-Ψιτ, τσέκαρε...
-Κραταιό (πατούρι)!
2.
-Ρε δε θα 'ρθει ο Σάββας το βράδυ για ταινία, βγήκε ραντεβού.
-Μαλάκα σπάει ο κραταιός κύκλος των αγάμητων;

Got a better definition? Add it!

Published

Όρος νέας κοπής που σημαίνει αυτόν που δεν έχει δική του προσωπικότητα, αλλά είναι ένα με τη συντηρητική μάζα. Παρεμφερές με το αγγλικό-αμερικανικό based.

Έγραψες το πιο βασικό ποστ που είδα σήμερα στο ΦουΜπού.

Got a better definition? Add it!

Published