Η πορδή που δεν την ακούς, αλλά άμα τη μυρίσεις την... ακούς! Συνηθισμένη μέσα σε κινηματογράφους, στην ουρά για το ΙΚΑ, σε ταξί, σε ασανσέρ (οπότε λέγεται και ασανσεράτη). Η κλασική αντίδραση είναι να αρχίσουν όλοι να κοιτιούνται, για δύο λόγους: α) για να εντοπίσουν τον ένοχο, β) για να δείξουν ότι δεν παρήχθη από τα δικά τους άντερα.

Ο μόνος τρόπος για τον εντοπισμό του ενόχου είναι να εντοπίσει κανείς εκείνο το ελαφρό χαμογελάκι στο πρόσωπό του, καθώς και το πιο έντονο ρουθούνισμά του εν συγκρίσει προς τα θύματα.

Ο όρος προέρχεται από το αρχαίο «αιμοβόρος».

- Τι βρωμάει ρε παιδιά;
- Τα διυλιστήρια της Motor Oil θα είναι.
- Ποια διυλιστήρια μωρή βρωμιάρα; Τα δηλητήρια του κώλου σου είναι. Δε σε βλέπω που κρυφογελάς;
- Συγγνώμη Πάρη μου... Ήπια ληγμένη Σπράιτ η καημένη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο με στρατηγική σε οποιοδήποτε θέμα. Κινείται πάντοτε με βάση το προσωπικό του συμφέρον και δε διστάζει να χρησιμοποιήσει κάθε αθέμιτο μέσο για να επιτύχει τον σκοπό του. Συνήθως παρασιτεί κοντά σε ανθρώπους με οποιαδήποτε εξουσία, από θυρωρούς μέχρι μητροπολίτες. Κύριο χαρακτηριστικό της δράσης του είναι η αθόρυβη εργασία με σκοπό τον αιφνιδιασμό του αντιπάλου.

Είναι αυτός που στο στρατό δε μίλησε με κανέναν άλλο πλην του διοικητή της μονάδας και ως δια μαγείας εξασφάλιζε αναρίθμητες τιμητικές άδειες.

Στις φυλακές σε περιόδους τρελής χαρμάνας γευματίζει με τον αρχιφύλακα κι αφού δώσει τη μισή πτέρυγα εξασφαλίζεται για το υπόλοιπο της ποινής του. Γι αυτό εξάλλου είναι κι η πιο περιζήτητη γκόμενα των φυλακών.

Σε αντιστοιχία λοιπόν με τα ύπουλα, αθόρυβα κλανίδια ο βουβόκλανος είναι ικανός να προκαλέσει τεράστια κύματα μπόχας διατηρώντας όμως παράλληλα παροιμιώδη ψυχραιμία.

- Κοίτα μωρέ τον ξεκωλιάρη, χτες κατέβηκε απ το χωριό του και του βγάλαν άδεια προπό. - Μέγας βουβόκλανος σου λέω, δε πιάνεται από πουθενά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η μπάντα που είναι κοινώς GTP.

Ρε μαλάκα!!! Που μας έφερες εδώ! Αυτοί είναι κλασίμπο ρε συ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πιο περήφανη κλανιά. Ηχεί δυνατή και καθάρια ακόμα και μέσα από τα ρούχα, έχει σταθερή ένταση από την αρχή μέχρι το τέλος, δεν σου ξεφεύγει ποτέ, ίσα-ίσα είναι πιστότατη και ρυθμίζεται το πότε θα την αμολήσεις -κάτι σαν τραγούδι ρε παιδάκι μου, άντε σαν ρέψιμο-, αντηχεί ωραιότατα μέσα στη λεκάνη, εισάγει, συνοδεύει, ή επιλογίζει αριστοτεχνικά το χέσιμο, τραντάζει γλυκά τον πρωκτό και τα κωλομέρια, σκάει αναπάντεχα ωσάν το πυροτέχνημα, δεν μυρίζει, ανακουφίζει, αδειάζει χώρο στο έντερο και ξεφουσκώνει η κοιλιά, σημαίνει υγεία και όχι αρρώστια, σημαίνει αντρισμό άλλο πράμα, είναι η αρχόντισσα των κλανιών. Μετά απ' αυτήν έρχονται οι άλλες, η κούφια, η σφυριχτή, η καυτή, τι να σου πουν όλες αυτές οι βρωμερές καταστάσεις...

- Καλά πέθανα στο γέλιο προχτές στο γεύμα με τους γονείς της Άννας. Εκεί που τρώγαμε, δίνει μια ο γέρος και αμολάει μια κομπολογάτη άλλο πράμα και μετά λέει κιόλας: «Αααχ!» όλος ικανοποίηση και συνεχίζει να τρώει!
- Και η Άννα;
- Νομίζω ότι θα κάνει καμιά βδομάδα να του ξαναμιλήσει.

Οι πιο εκλεκτές αποκαλούνται "καχραμανάτες". (από Vrastaman, 26/09/08)(από jesus, 16/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified