Έλεγχος ή διασταύρωση ανεπιβεβαίωτης πληροφορίας.
Προέρχεται από το αγγλικό «check» που σημαίνει, ακριβώς, «ελέγχω», «διασταυρώνω». Ο όρος διαδόθηκε στο ευρύ κοινό κατά τη δεκαετία των ογδόνταζ, μέσω των σατιρικών εκπομπών της Μαλβίνας Κάραλη («Malvina Hostess»), που αποτέλεσαν πρόδρομο παρόμοιων εκπομπών («Αλ Τσαντήρι», «Ελληνοφρένεια» κλπ).
Ενίοτε, ο όρος χρησιμοποιείται και για αναξιόπιστα πρόσωπα, π.χ. «θα σε τσεκάρω», ή «θα την καρατσεκάρω» κλπ.
- - Μου είπαν ότι στο σλανγκρ κυκλοφορεί λαθραία τσόντα. Δες το λήμμα «μουνί καλλιγραφίας». 
 - Τι μου λες; Θα το καρατσεκάρω πάραυτα!
- - Η Μαίρη πήγε για δουλειά στην Αθήνα. 
 - Πήγε για δουλειά ή για «δουλειά»;
 - Λες; Θα την τσεκάρω!
