Αναφέρεται σε ρούχα υπερβολικά εφαρμοστά/κολλητά στο σώμα. Όπως οι κάλτσες.
Γραμματικοσυντακτικώς, πρόκειται μάλλον για επίρρημα που δηλώνει τον τρόπο.
- Τα τζιν τα φοράω πάντα κάλτσα για να διαγράφονται τα τετρακέφαλα από μέσα. - Συνώνυμα: 
- τσίτα (επίθ. τσιταριστός)
- Το παντελόνι μου έρχεται τσίτα/μου είναι τσιταριστό. 
- Μου έρχεται τέζα το μπλουζάκι, θα το αλλάξω. - βαφτιστικό (μαμαδίστικη σλανγκ)
 
- Τι είν' αυτό το μπουφάν που αγόρασες παιδάκι μου; Αυτό είναι βαφτιστικό σου, δεν ντρέπεσαι να κυκλοφορείς έτσι έξω; - σωλήνας (συνήθουσλυ μόνο για παντελόνια).
 
- Γουστάρω αυτά τα ιταλικά πουκαμισάκια, τα μεσάτα.. Και εννοείται πάντα χτυπάω ένα νούμερο μικρότερο, μη σου πω και δύο. Τα θέλω κάλτσα, να διαγράφεται το φλεβίδι στο χέρι. 
- Μη το πάρεις τελείως κάλτσα, θα 'σαι σα γκαραγκιόζης. 
