Περασμένη ώρα, όταν έχει πάει αργά.
- Λοιπόν τι ώρα δείχνει τον αγώνα αύριο;
- Δεν θυμάμαι ακριβώς. Κατά τις αργάμιση πάντως, και θα τον χάσω γιατί μεθαύριο πρέπει να ξυπνήσω πολύ νωρίς να μαζέψω χόρτα.
Περασμένη ώρα, όταν έχει πάει αργά.
- Λοιπόν τι ώρα δείχνει τον αγώνα αύριο;
- Δεν θυμάμαι ακριβώς. Κατά τις αργάμιση πάντως, και θα τον χάσω γιατί μεθαύριο πρέπει να ξυπνήσω πολύ νωρίς να μαζέψω χόρτα.
βλ. και σλανγκιές διαφημιστών
Got a better definition? Add it!
Αγγλιστί: half past late.
Τουρίστας:
- When will our flight leave?
- Half past late...
βλ. και σλανγκιές διαφημιστών
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται όπως και το αργότερα, δίνοντας όμως περισσότερη έμφαση.
-Τσακίσου να μαζέψεις το δωμάτιό σου! Σε κυνηγάω εδώ και μια βδομάδα.
-Ωωωωωχου ρε μάνα... Δε μπορώ τώρα, αργοτερότερα μπορεί.
Got a better definition? Add it!
Χρονικό επίρρημα που, σε δεδομένη σλανγκ χρήση, σημαίνει το εντελώς τελείως αντίθετό του και συντάσσεται με ενεστώτα. Σημαίνει δηλαδή ότι καθυστερήσαμε / καθυστερούμε / απαράδεκτα ή παραλείψαμε αδικαιολόγητα να διεκπεραιώσουμε κάτι το οποίο έπρεπε ήδη να έχει γίνει προ πολλού.
Τίθεται δε συχνά και ως ερώτημα -ειρωνικά ή κωμικά διατυπωμένο- και τότε χρειάζεται μορφασμό από τον ερωτώντα σα να παίζει σε αμερικανικό κωμικό σήριαλ με ηχογαφημένα γέλια.
Σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει την ακριβώς χθεσινή μέρα. Ίσα-ίσα, αναφέρεται στο απώτερο παρελθόν.
Βλ. και προχθεσμία, καθώς και το σχετικοάσχετο εχθεσήμερα.
(ο πελάτης με αγωνία στον μάστορα)
- Αυτό γίνεται να το έχουμε έτοιμο το συντομότερο δυνατό;
(ο μάστορας με απαξιωτικό ύφος, χαλαρά ακουμπισμένος στον τοίχο)
- Τι εννοείτε: «το συντομότερο»;
(ο πελάτης εν απογνώσει)
- Χθες;;;
- Πότε παντρεύονται ο Σάκης και η Στέλλα;
- Χθες.
Got a better definition? Add it!