Τίτλος τσόντας. Περιγράφει την σεξουαλική πράξη, όντας ένα μεταξύ πολλών λογοπαιγνίων που εμπνέονται από την ταινία κινουμένων σχεδίων Ποκαχόντας.

Πρβλ. και Αγκομαχώντας, Πογαμιόντας,, Μοναχόντας (τραγούδι Ημισκουμπρίωνε) κ.ά.

Ασίστ: Κοντρ.

Σλάνγκος σαπουνόφιλος: Τον πήγε Αθήνα- Ναμίμπια πογαμιόντας τον έρμο τον Πέρι!
Σλανγκαρχίδης: Δεν έβαλες το λήμμα στο παράδειγμα.
Σλάνγκος σαπουνόφιλος σταρχιδιαμόλ: Ωχ αδελφέ! Άσε θα τον βάλει κανάς μόδιστρος...

Ο μοναχός- ο μοναχόντας. (από Dirty Talking, 17/06/09)

Σιγά και να μην το βάλει ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για παρήχηση της μετοχής «λήξασα», κατά το ίδιο πρότυπο που το «ελάχιστος» γίνεται «ελάστιχος».

Το «λήξασα» είναι μετοχή παθητικής φωνής του ρήματος «λήγω» και σημαίνει ότι μια διαδικασία έχει περατωθεί, κυρίως από πλευράς χρόνου.

Αντίθετα, η λύσσα (υδροφοβία) είναι μια σοβαρή, θανατηφόρος, αλλά σπάνια ευτυχώς νευροεκφυλιστική ζωοανθρωπονόσος, που οφείλεται στον ομώνυμο ιό και μεταδίδεται στον άνθρωπο από δήγμα μολυσμένου ζώου.

Η συνεδρίαση θεωρείται λύσσαξα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified