- κάνω download, βλ. και κατεβαστήρι. Αντίθετο: ανεβάζω. 
 Από τις λίγες μεταφράσεις ξένων όρων της τεχνολογίας, οι οποίες έγιναν αβίαστα και προτιμήθηκαν από τις ξένες ή τεσπα χρησιμοποιούνται εξίσου.
- πίνω / τρώω τον άμπακο, χλαπακιάζω. 
- ρήμα πασπαρτού ως πρώτο συνθετικό εκφράσεων: κατεβάζω μούτρα, κατεβάζω ασφάλειες, γατοκέφαλα, καντήλια, παροχή, ρολά, τη μάπα κάποιου, τον γενικό. 
- Τι θα γίνει ρε Στέλιο, κόφ' το να κατεβάζεις, σέρνεται το γαμίδι, δε μπορώ να κάνω τη δουλειά μου. 
- - Τόφαλος έγινε πάλι ο Νώντας. 
 - Εμ δεν είδε χθες τι κατέβασε το άτομο; Αν τρώει κάθε μέρα έτσι...
- Μουνάς, γελάκι; Θα σου κατεβάσω καμία και θα δούμε αν θα γελάς μετά. 
