Η αντίδραση παθιασμένων φάνγκερλ (σ.ς.: κοριτσιών φαν) σε οποιαδήποτε αναφορά, θέαση ή εκδήλωση του υποκείμενου ή αντικείμενου του πόθου τους: ταχυπαλμίες, λιποθυμίες, τρέμουλο, τσιρίδες, και ατέρμονες αναρτήσεις με καρδούλες και αρκουδάκια σε μπλογκ ή στο σνάπτσατ. Σε ακραίες περιπτώσεις όπου χτύπησε ο σκληρός του φάνγκερλ, δυστυχώς μπορεί να επέλθουν κατάθλιψη, χαρακώματα ή και αυτοκτονία ακόμα.

Η πάσα ανήκει στην κόρη μου, η οποία χθες βράδι με έπιασε στα πράσα να γουγλάρω μήδια του Βαρουφάκη για κάποιο λήμμα:

Αμάν ρε μπαμπά, πάλι φανγκερλινγκ στον Βαρουφάκη κάνεις, ερωτευμένος είσαι, ξεκόλλα επιτέλους! Ούτε εγώ δεν κάνω έτσι με τους One Direction.

Εφηβική αργκό εκ του αγγλικανικού fangirling.

Περισσότερα παραδείγματα:

Ε- Να ζησουμε ευτυχισμενα και να κανουμε σεξ.. εεε... εννοω να κανουμε φανγκερλινγκ για τους 1Δ... χαχαχαχα ωρα μαλακινσης! τι λεω βραδιατικα θεε μου; (εδώ)

NΑΤΟ, ΝΑΤΟ ΤΟ ΦΑΝΓΚΕΡΛΙΝΓΚ, ΦΕΛ ΣΕ ΕΠΙΑΣΑ ΣΤΑ ΠΡΑΣΑ! gelio (εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ρισπέκ, ρισπέκτ, ρησπέκτ

Προκύπτει απ' το αγγλικό «respect», που σημαίνει σεβασμός, σέβας. Η ευρεία χρήση του έχει ξεκινήσει από τους ραπάδες, μαύρους και κυρίως wiggaz ("μαυροπρεπείς" λευκούς), που νομίζουν ότι κάθε τι που δεν «sucks», αξίζει το «respect» μας.

- ΟΚ, δε θα σου σπάσω το κεφάλι σήμερα.
- Ρισπέκ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified