Τα κομμέ είναι μια διάλεκτος παρόμοια με τα ποδανά σε ό,τι αφορά τη χρήση της. H ίδια η λέξη είναι η κομμέ version της λέξης «κομμένα».

Και εδώ τα χρησιμοποιούμε για να μη μας πάρουν χαμπάρι, αλλά το θέμα παίζει αλλιώς εδώ. Παίρνουμε τη λέξη που θέλουμε και την κόβουμε στην πρώτη συλλαβή συνήθως, ή όπου αλλού βολεύει προς αποφυγή μπερδέματος. Άμα τα συνδυάσουμε με τα ποδανά στον προφορικό λόγο, τότε το αποτέλεσμα είναι απλά ούμπερ!

  1. Ο Τα(κης) είπε ότι θα φέρει το κο(κό –κόκα δηλαδή) το βρά(δυ) για να γίνει σκηνικό...

  2. — Παίζει ο σφαγμέ(νος) ο ά(σσος);;
    — Μόνο ο διπλός ο νόζις.

  3. Και μου λε(ει) η μεναγκό δε γουστά(ρω) και τέτοια... Ε, α γαμή και λε πουλέ της λέω. Λασκύ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρωτοχρησιμοποιήθηκαν από τους Έλληνες κατά την κατοχή τους από τους Τούρκους, για να μη τους καταλαβαίνουν, βάζοντας πχ το τσι μπροστά από κάθε συλλαβή μιας λέξεως (βλέπε κατωτέρω παράδειγμα). Τώρα, αντί για τσι βάζανε και διάφορα άλλα όπως πο, ρο, κο, κλπ.

— Τσιτί τσικά τσινείς; (Τι κάνεις;)
— Τσιεί τσιμαί τσιπό τσιλύ τσικά τσιλά. (Είμαι πολύ καλά.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διάλεκτος που χρησιμοποιούν οι έλληνες ομοφυλόφιλοι. Την κατέγραψε ο Ηλίας Πετρόπουλος στο λεξικό του «Καλιαρντά».

– Μπενάβεις τα καλιαρντά; (μετάφραση: Μιλάς τα καλιαρντά;)
– Και τα τζινάβω και τα μπενάβω! (μετάφραση: Και τα καταλαβαίνω και τα μιλάω)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified