Ουσιαστικό που, σλανγκιστί, κλίνεται σε όλα τα γένη: το βυζί, ο βύζος, η βυζάρα. Πρβλ. ο πούτσος, η πούτσα, το πουτσίδι.Ο πούτανος, η πουτάνα, το πουτανάκι.Ο πούστης, η πούστρα, το πουστρόνι.
Μη μου τους βύζους τάραττε!
Got a better definition? Add it!
Published 2009-04-04 15:44:28+00:00 Last modified 2015-04-28 13:54:29+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.