Έκφραση που απαντάται σε χρήση παραπλήσια με την κυριολεκτική της σημασία αλλά και μεταφορικά όταν κάποιος δυσμενώς,είτε χειρίζεται καταστάσεις είτε ενεργεί, χωρίς να επιδεικνύει την επιβεβλημένη διάκριση μεταξύ εμφανώς διαφοροποιημένων καταστάσεων.

Η σβάρνα, ως γνωστόν, είναι βαρύ μεταλλικό γεωργικό εργαλείο ισοπέδωσης χωραφιών και διάλυσης σβόλων γης, καθιστώντας τα πιο εύφορα, με σκοπό την ευχερέστερη και βελτιωμένη καλλιέργεια αγροτικών προϊόντων.

Ότι παρασύρει λοιπόν μια σβάρνα στο πέρασμά της, καταστρέφεται, διαλύεται, σκορπάει ισοπεδώνεται.

  1. -Προχθές στην εθνική οδό μια νταλίκα χωρίς φρένα πήρε σβάρνα όλα τα αυτοκίνητα που συνάντησε στο πέρασμά της

  2. -Αυτός είναι να μην ανοίξει το στόμα του στη Βουλή. Θα τους πάρει όλους σβάρνα.

  3. πούστης τον πούστη αγαπά, πουτάνα την πουτάνα, κι ο Μήτσος ο κολομπαράς τους παίρνει όλους σβάρνα

παρόμοιες εκφράσεις: μικρό μεγάλο παστρεύει, όλα στο ίδιο τσουβάλι, ισοπεδώνω.

Got a better definition? Add it!

Published