Κουκουλώνω καταστάσεις, μασάω τα λόγια και τον πούτσο μου, τα κάνω γαργάρα σε υπερθετικό βαθμό. Τι πιο ξεδιάντροπο και αδιάκριτα οφθαλμοφανές άλλωστε από μια ταβανόπροκα;

1.
Γαργάρα με ταβανόπροκες έκαναν όλα τα ΜΜΕ το συγκλονιστικό δημοσίευμα στο περιοδικό UNFOLLOW για τους ντόπιους μεγαλοκαπιταλιστές για το βάρβαρο ταξικό φορολογικό σύστημα που δίνει την δυνατότητα στους πλουτοκράτες να παρουσιάζονται «φτωχαδάκια», «νόμιμα και ηθικά».

2.
Τα κυβερνητικά σαϊνια και μετά την δημοσιότητα που έδωσε στο θέμα ο Λαζόπουλος, από την εκπομπή του, θα εξακολουθούν να το κάνουν γαργάρα με ταβανόπροκες;

3.
Θα κάνουν γαργάρα με ταβανόπροκες οι δημοσιοκάφροι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified