Πετυχυμένη παραποίηση της γνωστής φράσης "κάνω την καρδιά μου πέτρα". Χρησιμοποιείται προς δικαιολόγηση και αιτιολόγηση πράξεως σεξουαλικής ώστε αυτή να γίνει κατανοητή ή να συγχωρεθεί. Πολλές φορές υποθάλπει και τη θέληση του χρήστη (της φράσης) ο οποίος την κρύβει εντέχνως.

Νομίζω την έχω ακούσει και από τον Τζίμη Πανούση σε κάποιο λάιβ του, ωστόσο δεν βρήκα σχετικό μήδι στο νέτι να παραθέσω.

- Καλά ρε μαλάκα, χθες ήσουν τόσο πίτα που τελικά έφυγες με τη χοντρή τη μπαζόλα?
- Ρε φίλε τι να κάνω που η τύπισσα με παρακαλούσε όλο το βράδυ να της δώσω πίπα.. Άσε με..
- Και τελικά?
- Ε την λυπήθηκα. Έκανα την ψωλή μου πέτρα.. και τη γάμησα!
-Πάρ' τα μαλάκα μπαζανόβα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση έχει πολλές έννοιες:

  • Κυριολεκτική: Αναφέρεται σε κάποιον ο οποίος κάθεται στον καναπέ του.
  • Αθλητική: Κάθε φίλαθλος ή οπαδός ο οποίος δεν πηγαίνει στο γήπεδο και κάθεται στον καναπέ του για πολλούς και διάφορους λόγους. Συχνά αναφέρεται ως πείραγμα προς εκείνους που η ομάδα που υποστηρίζουν έχει αποκλειστεί από τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις, συνεπώς είναι αναγκασμένοι να κάτσουν στον καναπέ και να δουν την αντίπαλη ομάδα που συνεχίζει την πορεία της.
  • Απραξίας: Αναφέρεται σε όσους κάθονται στον καναπέ τους και δεν κάνουν τίποτα, κοινώς κάθονται στα αυγά τους.
  • Σεξουαλικό υπονοούμενο: Από τον συνδυασμό λέξεων «καναπές» και «πέος». Αφορά όσες έχουν πρόθεση να τον φάνε.
  1. - Που θα δούμε την ταινία αγάπη μου;
    - Επί του καναπέος ρε γυναίκα. Αφού έχω ανάψει ήδη το τζάκι.

  2. - Όταν παίζαμε πέρυσι τσου-λου η ομάδα κένταγε.
    - Ναι, και τώρα πήρατε τ' αρχίδια σας απ' το Σεπτέμβρη. Τώρα κάτσε επί του καναπέος να μας δεις να προκρινόμαστε.

  3. - Τι έκανε η κυβέρνηση τόσα χρόνια που είχαμε χρέη;
    - Τίποτα. Καθότανε επί του καναπέος και έτρωγε λεφτά. Να 'ναι καλά κάτι νούμερα σαν τον μπάρμπα σου που την ψηφίζουν.

  4. - Θα μου φέρεις ένα Bloody Mary;
    - Καλά, κάτσε επί του καναπέος τώρα, να σου φέρω καμιά βότκα να τελειώνουμε, γιατί ο λούτσος μου έχει γίνει πυρηνική κεφαλή με την πάρτη σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified