Παραλλαγή της λέξης τσιγάρο. Εναλλακτικά αναφέρεται ως υποτιθέμενο φυτό που παράγει ως καρπούς τσιγάρα (χρησιμοποιείται για να κάνει κάποιος τράκα με χιούμορ).

  1. Κάνουμε μια τελευταία τσιγαριά και πάμε για ύπνο.

  2. Ανέβα ρε στην τσιγαριά και πιάσε μου ένα τσιγάρο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified